Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Ο Πρόεδρος της Βουλής, το τρίτο ανώτερο πολιτειακό αξίωμα στη χώρα, είναι μια εξαιρετικά τιμητική θέση, η οποία τουλάχιστον μέχρι τα χρόνια πριν από την επέλαση των Μνημονίων απολάμβανε αλλά και επεδείκνυε υπερκομματική αντιμετώπιση και θεσμικό σεβασμό. Ηταν εγγυητής της ομαλής λειτουργίας του Κοινοβουλίου και συνεκτικός κρίκος ανάμεσα στις πολιτικές ομάδες. Μέχρι που η οικονομική κρίση πυροδότησε ένα σύγχρονο πολιτικό εμφύλιο, με τη Βουλή να γίνεται πεδίο μάχης από βουλευτές στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Η περίοδος, μάλιστα, της προεδρίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου ήταν τόσο βασανιστικά έντονη, διαδικαστικά εξουθενωτική και πολωτικά ακραία, που ακόμα και ο Παύλος Πολάκης να τη διαδεχόταν θα έμοιαζε με ουράνιο τόξο μετά την καταιγίδα. Πόσω δε μάλλον, που τη διαδέχθηκε ο Νίκος Βούτσης. Από το βαθύ ΣΥΡΙΖΑ βεβαίως, αλλά με μετριοπαθή σχετικά παρουσία.
Το λαϊκό και ανθρώπινα αθυρόστομο προφίλ του έχει συχνά αναδειχθεί σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες του με κοινοβουλευτικούς συντάκτες αλλά και όταν ξεχνάει ανοιχτά τα μικρόφωνα την ώρα που περιγράφει σε άπταιστα γαλλικά πρόσωπα και καταστάσεις που τον κάνουν έξαλλο. «Πού έχω μπλέξει, ρε π…» ήταν μία από τις ατάκες που έγραψαν παραπολιτική ιστορία. Οσο, πάντως, κι αν προσπαθεί να στριμωχθεί στο στενόχωρο κοστούμι του Προέδρου της Βουλής, ο συριζαίος που έχει μέσα του δεν τον αφήνει… Οπως έγινε με τις ελαφρυμένες εισφορές βουλευτών, υπουργών και αιρετών που ψήφισαν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝ.ΕΛ.
Αν και η πρώτη του αντίδραση -που συνήθως είναι η πιο ειλικρινής- ήταν να ρίξει τις ευθύνες στο υπουργείο Οικονομικών, επανήλθε έπειτα από μερικές ώρες συμμορφούμενος προς την κομματική γραμμή. Από την οποία, άλλωστε, ποτέ δεν αποστρατεύτηκε χάριν του θεσμικού του ρόλου, παρά τα όσα έλεγε όταν ανέλαβε, ότι δηλαδή αυτή η Βουλή δεν είναι κυβερνώσα Βουλή. Δεν είναι, αλλά εκείνος εξακολουθεί να μετέχει σε κομματικές εκδηλώσεις, δίνοντας ομιλίες για τα δύο χρόνια διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.
2014 και 2024, ομοιότητες και διαφορές
Νωρίτερα, πάντως, είχε πει κάτι πολύ ενδιαφέρον: «Μην ψάχνουμε σε αυτόν τον τομέα, στην παρούσα Βουλή αναφέρομαι, σε όλο το πολιτικό σύστημα, μην ψάχνουμε προνομιακές καταστάσεις ή να καταλογίζουμε αναισθησία, σε σχέση με το τι συμβαίνει στην κοινωνία. Ισα ίσα υπάρχουν ευαισθησία και εναρμόνιση των εξόδων της Βουλής με την κρίση στην οποία βρίσκεται η χώρα μας». Η εναρμόνιση, λοιπόν, με την κρίση ήταν να αντιμετωπιστούν ισότιμα με τους υπόλοιπους πολίτες οι βουλευτές ως προς αυτά που πληρώνουν, όχι όμως και ως προς αυτά που απαλλάσσονται, αφού το αφορολόγητό τους δεν είναι καθόλου ισότιμο με τους συμπολίτες τους. Οσο για την ευαισθησία, αυτή μεταφράζεται, μεταξύ άλλων, με τη χρηματοδότηση με υπογραφή Βούτση, με 25.000 ευρώ της Εταιρείας Μελέτης της Ιστορίας της Αριστερής Νεολαίας.
Τα «κόκκινα» δάνεια των βουλευτών (από τον Ειδικό Λογαριασμό Αλληλεγγύης της Βουλής) είναι μια άλλη ιστορία, στην οποία όμως βρήκε και πάλι την ευκαιρία να επαναλάβει πως όλα κυλούν άψογα στο Ναό της Δημοκρατίας. «Είναι απολύτως ελεγχόμενη υπόθεση. Δεν έχει να κάνει με το ότι οι βουλευτές παίρνουν δάνεια, ενώ ο λαός δεν παίρνει. Δεν είναι ούτε βοηθήματα ούτε επιδόματα ούτε ενισχύσεις αλλά δάνεια, όπως αποφάσισε η Βουλή, για να αποπληρώνονται. Οι άνθρωποι που έκαναν τη διαρροή δεν καταλαβαίνουν. Σας το λέω ευθέως. Δεν γουστάρουμε τα “απολιτίκ” ένστικτα του κόσμου να ενεργοποιούνται με λάθος τρόπους».
Τώρα καταλάβαμε, λοιπόν. Ολοι είμαστε ίσοι αλλά οι βουλευτές λίγο πιο ίσοι, οπότε είναι λαϊκισμός να ζητάμε την απόσυρση της ρύθμισης. Δεν ήταν λαϊκισμός όμως όταν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ απαξίωναν συλλήβδην το πολιτικό σύστημα εκτός από τους εαυτούς τους ή όταν αναρτούσαν πανό έξω από τη Βουλή με το ευγενές σύνθημα «Καταστρέφετε τη χώρα. Φύγετε τώρα». Τότε δεν έθρεφαν τους απολιτίκ. Τότε ήταν απλά Τετάρτη…
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής