Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
ΜΠΟΡΕΙ η Ελλάδα σήμερα, υπό τις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούν, να ασχοληθεί σοβαρά με τη συγκρότηση ενός τέτοιου μηχανισμού και χωρίς μάλιστα να τον μετατρέψει σε ένα όχημα διορισμών -έστω και υψηλού μορφωτικού επιπέδου- και μοιράσματος ερευνητικών κονδυλίων και εμπορικών συμβολαίων με αδιαφανή κριτήρια; Πολλοί αμφιβάλλουν. Οσο για τον κ. Παππά θα ήθελε πολύ να είναι επικεφαλής ενός τέτοιου φιλόδοξου σχήματος. Σε μια εποχή που κλείνουν εργοστάσια και ανοίγουν καφετέριες, που οι Ελληνες ασχολούνται με την ανεργία τους και τα χαράτσια της κυβέρνησης, η διαστημική βιομηχανία θα μπορούσε να χαρίσει στον υπουργό ό,τι του άρπαξαν οι τηλεοπτικές άδειες: Αίγλη και κύρος.
ΩΣΤΟΣΟ, πέρα από τις πολιτικές φιλοδοξίες, το βασικότερο λάθος ήταν ότι έπιασε εξαπίνης τους ανθρώπους του χώρου. Αυτή την ελληνική επιστημονική ελίτ που καταφέρνει να μεγαλουργεί -χωρίς δραχμή- σε μια παράλληλη Ελλάδα, υλοποιώντας ερευνητικά προγράμματα που ξεπερνούν τα σύνορα της χώρας. Σε αγαστή συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Διαστήματος (ESA) και παράγοντας τέτοιο έργο στον τομέα των αεροδιαστημικών τεχνολογιών που πολλοί από τους πολιτικούς αυτής της χώρας, αν το γνώριζαν, θα… έτριβαν τα μάτια τους. Οι ερευνητές αυτοί απαξιώθηκαν διπλά από την ανακοίνωση Παππά: Πρώτον, γιατί ήταν ισοπεδωτικά ακυρωτική για όλα όσα έχουν πετύχει μέχρι σήμερα και δεύτερον, γιατί δεν ζητήθηκε η κατάθεση των απόψεών τους πριν από την ανακοίνωση του… διαστημικού δελτίου Τύπου.
2014 και 2024, ομοιότητες και διαφορές
ΜΕ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΥΣ ελληνικών φορέων που δραστηριοποιούνται στον ερευνητικό διαστημικό τομέα που συνομιλήσαμε, κανείς δεν φαίνεται να είχε ενημέρωση ούτε να γνώριζε τις προθέσεις αυτές. Πώς λοιπόν ζυμώθηκε η συγκεκριμένη πρόταση, ποιες παράμετροι εξετάστηκαν και από ποιους για να αποδειχθεί «το μεγάλο έλλειμμα της χώρας μας» και ότι «απεμπολήσαμε τα δικαιώματά μας στο διαστημικό φάσμα»; Ειδικά από ένα νεοσύστατο υπουργείο, όπως είναι το Ψηφιακής Πολιτικής που μετρά λίγους μήνες ζωής και το οποίο ίσως να μην έχει καν το σύνολο των αρμοδιοτήτων που απαιτούνται για το συντονισμό μιας τέτοιας υπηρεσίας.
ΥΠΕΝΘΥΜΙΖΟΥΜΕ ότι αρμόδιος δημόσιος φορέας είναι η Γενική Γραμματεία Ερευνας και Τεχνολογίας, μέσω της οποίας η Ελλάδα συμμετάσχει στην ESA από το 2005, ενώ έχουμε ερευνητικούς φορείς όπως το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, στο οποίο υπάγεται το δραστήριο Ινστιτούτο Αστρονομίας, όπως επίσης υπάρχουν η Ελληνική Αστρονομική Εταιρία, το Ιδρυμα Ευγενίδου, το Νόησις και φυσικά το si-Cluster. Μια βιομηχανική ομάδα καινοτομίας με επιχειρήσεις και ερευνητικά κέντρα που δραστηριοποιούνται στον τομέα των διαστημικών τεχνολογιών και εφαρμογών. Ισως για αυτό και να ήταν τόσο εξόφθαλμα άδικο για την ελληνική επιστημονική κοινότητα, των κρατικών φορέων και των ιδιωτικών εταιριών συμπεριλαμβανομένων.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ, οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι, προσπερνώντας το «αιφνιδιαστικό» της ανακοίνωσης, δεν αντιδρούν στην ουσία της ιδέας της Ελληνικής Διαστημικής Υπηρεσίας. Αντιθέτως, υποστηρίζουν και αναγνωρίζουν πως χρειάζεται ένα όργανο που θα χαράζει εθνική πολιτική, που θα μπορεί να αξιοποιεί στο μέγιστο τα «διαστημικά ΕΣΠΑ». Τα οποία και τώρα -ως ένα βαθμό- εκμεταλλεύονται άριστα οι υπάρχοντες φορείς, χωρίς όμως να καλύπτουν όλες τις δυνατότητες. Πάντως, κάποιοι αναρωτιούνται γιατί αυτό το έργο να μην μπορεί να υλοποιηθεί από την αναβάθμιση ήδη υφιστάμενων υπηρεσιών και με τη συνεργασία του επιστημονικού δυναμικού που υπάρχει. Σε κάθε περίπτωση, το Διάστημα είναι πολύ μακριά, όχι όμως και ο χρόνος που θα φέρει το σχετικό νομοσχέδιο. Εκεί θα δούμε αν οργανόγραμμα, λειτουργία και κανόνες πατάνε στη Γη ή αν αιωρούνται ως δορυφόροι σε ένα πολιτικό σύμπαν που το μόνο που έχει μάθει να παράγει είναι μαύρες τρύπες και εκρήξεις.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής