Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Αυξήθηκαν δηλαδή κατά 24,3% σύμφωνα με την πρόσφατη καταγραφή της ΕΛ.ΣΤΑΤ. Πώς γίνεται σε μια κοινωνία που πλήττεται από υψηλή ανεργία και ένας στους δύο νέους ανθρώπους είναι χωρίς δουλειά, κάποιες θέσεις να παραμένουν στα αζήτητα; Οι εξηγήσεις είναι πολλές, με τις παθογένειες και τις στρεβλώσεις που δημιουργεί η οικονομική κρίση να είναι οι σημαντικότερες.
Εργαζόμενοι με υπερβάλλουσες δεξιότητες καλούνται να καλύψουν θέσεις υποδεέστερες των προσόντων τους, σε κακές συνθήκες και με πολύ χαμηλές απολαβές με αποτέλεσμα να αρνούνται και να περιμένουν κάτι καλύτερο στο μέλλον. Αλλοι αποφάσισαν να φύγουν στο εξωτερικό για τους ίδιους λόγους, ενώ παράλληλα υπάρχει ένας δυσκίνητος μηχανισμός κινητικότητας εργατικού δυναμικού που δυσχεραίνει την ανακατανομή δυνάμεων σε μια επιχείρηση. Σημειωτέον, ότι οι κενές θέσεις που καταγράφει η ΕΛ.ΣΤΑΤ. αφορούν μόνο μισθωτούς.
Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό εργαζομένων που έχουν υπερβάλλουσες δεξιότητες σε σχέση με αυτές που απαιτεί η εργασία τους (28% αντί 10% που είναι ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ) ενώ το 41,4% (αντί 39,6% στον ΟΟΣΑ) εργάζεται σε άλλο αντικείμενο από αυτό που σπούδασε. Στον αντίποδα, υπάρχει και ένα μεγάλο μέρος που στερείται σημαντικών δεξιοτήτων κατανόησης κειμένων, μαθηματικών εννοιών και πληροφορικής. Δηλαδή από τη μία πτυχιούχοι με τίτλους και μεταπτυχιακά και από την άλλη σχεδόν ανειδίκευτοι.
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
Οπως είχε επισημάνει ο ΣΕΒ από το περασμένο καλοκαίρι, έχουμε μια οικονομία που δεν εκπαιδεύει τους εργαζόμενους στις δεξιότητες που απαιτεί η αγορά εργασίας. Ετσι έχουμε μια τυπική αξιολόγηση προσόντων και όχι πραγματικών ικανοτήτων και ένα αναξιοκρατικό σύστημα αμοιβών που δεν ανταποκρίνεται στις ικανότητες του εργαζομένου. Και βέβαια, ένα σύστημα εκπαίδευσης που προετοιμάζει αποφοίτους πανεπιστημίων και όχι υποψήφιους εργαζομένους.
Κάπως έτσι, 427.000 Ελληνες έφυγαν από τη χώρα, το περίφημο brain drain που λένε οι τεχνοκράτες. Πρόκειται για άτομα υψηλής εξειδίκευσης και όχι εργάτες όπως συνέβαινε στις δεκαετίες του ’60 και ’70. Οι απώλειες είναι ηθικές αλλά και οικονομικές, αφού σύμφωνα με την ICAP για 200.000 μετανάστες κρίσης αντιστοιχεί ετήσια απώλεια φόρων και εισφορών 2 δισ. ευρώ για το ελληνικό κράτος. Ας ελπίσουμε το 2017 να αυξηθούν οι εργαζόμενοι. Καλή Χρονιά.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου