Γράφει ο Γιώργος Δ. Ευθυμίου
Κλείσιμο δεύτερης αξιολόγησης, ένταξη της Ελλάδας στο καθεστώς Ποσοτικής Χαλάρωσης της ΕΚΤ, αναθεώρηση του στόχου για πλεονάσματα 3,5% προς τα κάτω, μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων, προσέλκυση επενδύσεων κ.λπ. είναι μερικές από τις απαραίτητες κινήσεις για να βγει η χώρα από το τέλμα. Ωστόσο η Ελλάδα, ακόμη και συμφωνία για πλεόνασμα 0% να πετύχει, δεν πρόκειται να μπει στο δρόμο της ανάπτυξης, καθώς υπάρχει μια βασική παθογένεια που χαρακτηρίζει την ελληνική πραγματικότητα και εντοπίζεται τόσο στις τοπικές κοινωνίες όσο και σε κρατικούς φορείς.
Πρόκειται για το «φασισμό της μειοψηφίας» που συνοδεύεται από κομματικοποίηση όλων των αποφάσεων, καθοδηγούμενη από μια ισχυρή ιδεοληψία σε όλα τα ζητήματα. Στις τοπικές κοινωνίες, οι μειοψηφίες αυτές, που πολιτικά ανήκουν κυρίως στον ΣΥΡΙΖΑ ή σε συνιστώσες του που αποσχίστηκαν πρόσφατα, εκτός από την ανακύκλωση της πολιτικής μιζέριας τους έχουν και το εξής χαρακτηριστικό: Λειτουργούν με τη φασιστική λογική του «αποφασίζουμε και διατάσσουμε» και βάζουν στο στόχαστρο οποιαδήποτε διαφορετική άποψη, την οποία λοιδορούν και πολεμούν με καθεστωτικές πρακτικές.
2014 και 2024, ομοιότητες και διαφορές
Ενδεικτικό παράδειγμα η λειτουργία των τοπικών αγορών σε αρκετές πόλεις ανά την Ελλάδα. Σε όσες από αυτές βρέθηκαν λόγω πολιτικής συγκυρίας στην ηγεσία των Εμπορικών Συλλόγων πρόσωπα προερχόμενα από τους συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους, όλες οι αποφάσεις τους είναι αντιαναπτυξιακές, κρατούν κλειστά τα καταστήματα και στέλνουν τους κατοίκους στις αγορές των γειτονικών πόλεων που ακολουθούν ανοιχτόμυαλες λογικές.
Υπάρχουν, μάλιστα, παραδείγματα επικεφαλής τέτοιων φορέων που αποφασίζουν και διατάσσουν, χωρίς εισαγωγικά και χωρίς συνελεύσεις, για το ωράριο των τοπικών καταστημάτων και περιπολούν ως ασφαλίτες της χούντας στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης για την αντίθετη άποψη. Με δημόσιες αναρτήσεις στοχοποιούν και απειλούν ακόμη και με μηνύσεις όσους καταστηματάρχες θέλουν να οργανώσουν «λευκές νύχτες» κατά τις γιορτινές μέρες που αυξάνονται οι επισκέπτες της πόλης τους ή ζητούν να μείνουν ανοιχτά τα μαγαζιά τους τα Σάββατα του καλοκαιριού, προκειμένου να μπορέσουν να επιβιώσουν στην κρίση.
Αντιαναπτυξιακά λειτουργούν και αρκετοί κρατικοί φορείς που χαρακτηρίζονται από την ίδια παθογένεια. Ως παράδειγμα θα μπορούσα να αναφέρω το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο, σε συνεδρίαση του οποίου παραβρέθηκα πρόσφατα. Με λογική αυθεντίας της Ιεράς Εξέτασης, διατείνονται ότι μόνο αυτοί γνωρίζουν ποιο είναι το καλό για τις τοπικές κοινωνίες και απαγορεύουν να προχωρήσει οποιαδήποτε επένδυση μπορεί, κατ’ αυτούς, να απειλήσει την αρχαιολογική κληρονομιά της εκάστοτε περιοχής.
Δεν αποδέχονται καμία αναπτυξιακή πρόταση που μπορεί να υλοποιηθεί με σεβασμό και σε συνδυασμό με τα τοπικά πολιτισμικά μνημεία και φρενάρουν κάθε επένδυση. Το ζήτημα αυτό μπορεί να λυθεί μόνο μέσω συνταγματικής αναθεώρησης, η οποία θα αλλάξει το ρόλο φορέων όπως του ΚΑΣ σε γνωμοδοτικό, με τις σχετικές αποφάσεις να λαμβάνονται σε ανώτατο πολιτικό ή αυτοδιοικητικό επίπεδο, αφού συνυπολογιστεί, βεβαίως, η γνώμη τους. Οσον αφορά τις τοπικές κοινωνίες, λύση μπορεί να δοθεί μόνο με μια επανάσταση του αυτονόητου από τις σιωπηλές πλειοψηφίες.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου