Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη
Ταυτόχρονα, όλοι μαζί ζητούμε εκατομμύρια τεστ ώστε να διασφαλιστεί πως οι τουρίστες, οι πελάτες, οι συνάδελφοι, οι συνέταιροι, οι συνεπιβάτες, οι δάσκαλοι και οι μαθητές μας δεν έχουν κορονοϊό. Μια ολόκληρη χώρα ζητά αύξηση τζίρου, διασφάλιση της δημόσιας υγείας και καλύτερες συνθήκες ζωής. Πού είναι το παράλογο σε όλο αυτό; Μα ασφαλώς πουθενά.
Ολα τα αιτήματα είναι δίκαια, λογικά και ως ένα βαθμό υποχρεωτικό να υπάρχουν. Από κάποιο βαθμό και πάνω βέβαια, είναι αδύνατο να ικανοποιηθούν τα πάντα, οπότε το ερώτημα που πρέπει να απαντήσουμε είναι αν θέλουμε να ικανοποιηθούν όλοι από λίγο ή λίγοι από πολύ. Σε αυτό θα πρέπει να βοηθήσει και ο Ανταμ Σμιθ και ο Τζον Κέινς.
Ας θυμηθούμε λοιπόν τη μεγάλη εικόνα και κυρίως τη χρονική στιγμή. Η πανδημία του κορονοϊού λειτούργησε σαν βόμβα που έκοψε τους δρόμους όπου βαδίζαμε.
Εκατομμύρια άνθρωποι μολύνθηκαν, εκατοντάδες χιλιάδες πέθαναν και πεθαίνουν ακόμα, οι χώρες έκλεισαν τα σύνορά τους, οι μετακινήσεις διακόπηκαν, τα εργοστάσια σταμάτησαν να δουλεύουν, οι άνθρωποι κλείστηκαν στα σπίτια τους, εμπορεύματα καταστράφηκαν, δουλειές ακυρώθηκαν.
Ενα τεράστιο pause έκανε τον πλανήτη σχεδόν να σταματήσει να γυρίζει. Επειδή όμως τελικά κινείται, ήρθε η ώρα που πρέπει και εμείς να σηκωθούμε ξανά, αρκεί να έχουμε το νου μας στην ταμπέλα «Please Mind the Gap». Προσοχή στο κενό που δημιουργήθηκε από το lockdown.
2014 και 2024, ομοιότητες και διαφορές
Μια ρεαλιστική λύση είναι να φτιάξουμε μια προσωρινή γέφυρα για να περάσουμε απέναντι, με όσο το δυνατόν λιγότερες απώλειες. Προσοχή, όχι χωρίς καθόλου απώλειες. Η επιδότηση της εργασίας, για παράδειγμα, είναι καλύτερη από την επιδότηση της ανεργίας.
Διότι αυτό σημαίνει πως χιλιάδες επαγγελματίες θα παραμείνουν στην αγορά εργασίας και όλοι γνωρίζουμε πόσο σημαντικό είναι να μη «χαθείς από την πιάτσα». Δεν ισχύει μόνο για τους καριερίστες, ισχύει για όλες τις δουλειές ανεξαιρέτως.
Αντίστοιχες περίπου είναι οι συνθήκες και για τους επιχειρηματίες. Δεν μπορούν να ζητούν τους τζίρους και τα κέρδη που είχαν πριν από την υγειονομική κρίση, δεν μπορεί το κράτος να επιδοτήσει το 100% των απωλειών. Μπορεί όμως να παρέμβει και να μοιραστεί μέρος του μισθολογικού και ασφαλιστικού κόστους, για να εξακολουθήσουν να διαθέτουν θέσεις εργασίας.
Είναι προφανές πως χρειάζεται να βρεθεί μια χρυσή τομή. Μια λύση που θα κατανοεί τις ανάγκες της ελεύθερης αγοράς χωρίς να παραβλέπει τις ανάγκες των εργαζομένων, που θα επιδοτεί την απασχόληση και όχι την ανεργία.
Η λογική ΣΥΡΙΖΑ «δώσ’ τα όλα τώρα εμπροσθοβαρώς» οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στο «και μετά βλέπουμε». Οταν λοιπόν ο Κυριάκος Μητσοτάκης τονίζει στους επενδυτές πως είναι φιλελεύθερος αλλά όταν χρειάζεται επιστρατεύει και τον Κέινς, ξέρει τι λέει. Και, κυρίως, ξέρει τι κάνει.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση