Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1798 και απεβίωσε στην Κέρκυρα στις 9 Φεβρουαρίου 1857. Τον Εθνικό μας Υμνο αποτελούν οι δύο πρώτες στροφές του ποιήματός του «Υμνος εις την Ελευθερίαν». Αποτελείται από 158 στροφές και ο Σολωμός το έγραψε μέσα σε ένα μήνα, τον Μάιο του 1823. Γράφει ο Νικ. Τωμαδάκης: «Ο Υμνος ορίζει την Ελευθερία, την Ελλάδα, την Θρησκεία με νέα πλατύτατα όρια, σύμφωνα με την παράδοσιν, την πίστιν του Εθνους και την Ιστορίαν του παρελθόντος και του παρόντος. Δίδει νόημα εις τον Αγώνα, εις τας μάχας, εις τας σφαγάς, εις τας εκδικήσεις… Ταυτίζει τους αρχαίους με τους νέους Ελληνας, θέτει την Θρησκείαν οδηγόν και προσγράφει την Ελλάδα εις τον Χριστιανικόν κόσμον, υπερασπιστήν ακόμη μιαν φοράν κατά του βαρβαρισμού»[1].
Γράφει ο Γιώργος Ν. Παπαθανασόπουλος
Οι διαυγείς λόγοι του εθνικού μας ποιητή για την Πίστη και την Πατρίδα συνήθως παραποιούνται από τους εθνομηδενιστές. Το θέμα δεν είναι νέο. Υπήρχε και το 1902… Γράφει τότε στα «Παναθήναια» ο Γεώργιος Καλοσγούρος: «Το φως του Σολωμού έλειψε. Εμπήκαν στην Ελλάδα φιλοσοφήματα που το έκρυψαν… Ετσι βλέπουμε και ακούμε καθημερινώς ανθρώπους αρπαγμένους από σημερινές θεωρίες Θετικισμού, Νιχιλισμού, Υλισμού κ.τ.λ. να υμνολογούν έναν Ποιητή, που η Εθνική, Θρησκευτική και η Φιλοσοφική του Πίστη ήτον κάθε άλλο παρά η δική τους, να τον υμνολογούν χωρίς να φροντίζουν να τον γνωρίσουν, να λέγουν και να ξαναλέγουν τη λέξη Αληθινό ή Αληθές, που αυτός εννοούσε τόσο αντίθετα από αυτούς, χωρίς ποτέ να το σημειώσουν, χωρίς καν να υποψιαστούν αυτήν την αντίθεση, αυτό το άπειρο χάσμα…»[2].
ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ
Η ανθολόγηση του σημαντικού έργου του μεγάλου ποιητή γίνεται με επίγνωση του γρ. ότι το αδικεί περιορίζοντάς το σε 600 λέξεις.
Από τον Εθνικό Υμνο:
-Για τη συνέχεια του Εθνους: «Ω τρακόσιοι! Σηκωθήτε και ξανάλθετε σ’ εμάς, τα παιδιά σας θελ’ ιδήτε πόσο μοιάζουνε με σας» (Στίχ. 78).
– Για το σύνδεσμο της θρησκείας με την ελευθερία: «Κάθε πέτρα μνήμα ας γένη, και η Θρησκεία κι η Ελευθεριά μ’ αργοπάτημα ας πηγαίνη μεταξύ τους και ας μετρά» (Στίχ. 115).
-Για τον απαγχονισμό του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’: «Όλοι κλαύστε, αποθαμένος ο αρχηγός της Εκκλησιάς. Κλαύστε, κλαύστε, κρεμασμένος ωσάν νάτανε φονιάς» και «Η κατάρα που είχε αφήσει λίγο πριν να αδικηθή εις οποίον δεν πολεμήση και ημπορεί να πολεμή» (Στίχ. 135 και 137).
-Για τη διχόνοια: «Η Διχόνοια που βαστάει ένα σκήπτρο η δολερή, καθενός χαμογελάει, παρ’ το, λέγοντας και συ». Και «Κειο το σκήπτρο που σας δείχνει έχει αλήθεια ωραία θωριά, μην το πιάστε, γιατί ρίχνει εισέ δάκρυα θλιβερά» και «Μην ειπούν στο στοχασμό τους τα ξένα έθνη αληθινά: Εάν μισούνται ανάμεσό τους δεν τους πρέπει ελευθεριά» και «Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε για Πατρίδα για Θρησκειά, σας ορκίζω αγκαλιασθήτε σαν αδέλφια γκαρδιακά» (Στίχ. αντιστ. 144, 145, 147).
Από το ποίημα «Εις τον θάνατον του Λορδ Μπάιρον»:
–Τιμή στον Αγγλο ποιητή:
«Λευθεριά, για λίγο πάψε να χτυπάς με το σπαθί, τώρα σίμωσε και κλάψε εις του Μπάιρον το κορμί» (Στίχ. 1).
-Για τη θυσία των Σουλιωτισσών στον Ζάλογγο:
«Τες εμάζωξε εις το μέρος του Τσαλόγγου το ακρινό της ελευθεριάς ο έρως και τες έμπνευσε χορό» και «Τέτοιο πήδημα δεν το είδαν ούτε γάμοι, ούτε χαρές, και άλλες μέσα τους επήδαν αθωότερες ζωές» και «Τα φορέματα εσφυρίζαν και τα ξέπλεκα μαλλιά, κάθε γύρο που εγυρίζαν από πάνου έλειπε μια» (Στίχ. Αντιστ. 101, 102, 103).
Επίγραμμα για την καταστροφή των Ψαρών:
«Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη περπατώντας η Δόξα μονάχη μελετά τα λαμπρά παλληκάρια και στην κόμη στεφάνι φορεί γεναμένο από λίγα χορτάρια, που είχαν μείνει στην έρημη γη».
Από το ποίημα «Οι Ελεύθεροι πολιορκημένοι»
-Στοχασμοί του ποιητή για Πίστη και Πατρίδα: «…Σκέψου βαθιά και σταθερά (μία φορά για πάντα) τη φύση της Ιδέας πριν πραγματοποιήσης το ποίημα. Εις αυτό θα ενσαρκωθή το ουσιαστικότερο και υψηλότερο περιεχόμενο της αληθινής φύσης, η Πατρίδα και η Πίστις»[3].
-Σχεδίασμα Β’: «Ακρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει, λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει. Τα μάτια η πείνα εμαύρισε, στα μάτια η μάνα μνέει». Και «Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει: “Ερμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι; Οπού συ μούγινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει”»[4].
Ο Σολωμός περιγράφει τους τουρκολάγνους:
Στο πεζό του Διον. Σολωμού «Η Γυναίκα της Ζάκυθος», αυτή η μέγαιρα ωφελιμίστρια βρίζει τις ηρωικές Μεσολογγίτισσες, που αγωνίζονται για την ελευθερία τους. Τους λέγει: «Και τι σας έλειπε και τι κακό είδετε από τον Τούρκο; Δεν σας άφηνε φαητά, δούλους, περιβόλια; Και δόξα σοι ο Θεός, είχετε περσότερα από εκείνα που έχω εγώ. Σας είπα εγώ να χτυπήστε τον Τούρκο;…»[5].
Απάντηση στον Κοραή
Ο Σολωμός στο πεζό του «Διάλογος ποιητή, φίλου και σοφολογιώτατου» δίνει μιαν έμμεση απάντηση στον «καθαρευουσιάνο» Αδ. Κοραή για τη γλώσσα:
«Σοφολ.: Η γλώσσα σού φαίνεται λίγη ωφέλεια; Με τη γλώσσα θα διδάξης το κάθε πράγμα. Λοιπόν πρέπει να διδάξης πρώτα τες ορθές λέξες.
Ποιητής: Σοφολογιώτατε, τες λέξες ο συγγραφέας δεν τες διδάσκει, μάλιστα τες μαθαίνει από του λαού το στόμα. Αυτό το ξέρουν και τα παιδιά.
Σοφολ. (Με μεγάλη φωνή): Γνωρίζεις τα Ελληνικά, Κύριε; Τα γνωρίζεις; Τα εσπούδαξες από μικρός;
Ποιητής (Με μεγαλύτερη φωνή): Γνωρίζεις τους Ελληνας Κύριε; Τους γνωρίζεις; Τους εσπούδαξες από μικρός;…»[6].
1 «Διονύσιος Σολωμός», Επιμέλεια Ν.Β. Τωμαδάκη, Βασική Βιβλιοθήκη 15, «ΑΕΤΟΣ» Α.Ε., Αθήναι, σ. πε’.
2 Γεώργιος Καλοσγούρος, «Διονύσιος Σολωμός», 1η Δημοσίευση «Παναθήναια» (1902), ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2007, σ. 13.
3Διονυσίου Σολωμού «Απαντα», τόμ. Α’. Επιμ. Λίνου Πολίτη, Ε’ Εκδ. «Ικαρος», Αθήνα, σ. 207.
4 Αυτ. σελ. 215.
5 Διον. Σολωμού «Η γυναίκα της Ζάκυθος», Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειον, 1991, σ. 39.
6Διονυσίου Σολωμού «Τα πεζά έργα», Εκδόσεις Μέλλον, Ζάκυνθος, Β’ Εκδοση, 1999, σ. 56.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου