Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα προσπαθεί να αποτινάξει τη βαριά σκιά του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο στα χρόνια του Μνημονίου έκανε περισσότερα από όσα έπρεπε, τα έκανε με έναν διαβολικό τρόπο και όχι πάντα για καλό.
Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη
ΤΟ «ΣΥΓΓΝΩΜΗ, χρησιμοποιήσαμε λάθος δείκτες» ειπώθηκε από το ίδιο το Ταμείο, λίγο αργά βέβαια, στην απολογιστική του έκθεση, εννιά χρόνια μετά την εμπλοκή του στο πρώτο Μνημόνιο. Οι υπεραισιόδοξες προβλέψεις για την ελληνική οικονομία, το αφύσικα μεγάλο βάρος που έδωσαν στη δημοσιονομική προσαρμογή και η λανθασμένη προσέγγιση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους ήταν οι τρεις «αστοχίες» που μετέτρεψαν τη χώρα σε ένα είδος πολιτικού πειραματόζωου. Ακόμα δυστυχέστερα, ήταν ένα πείραμα που το πολιτικό προσωπικό της χώρας επέτρεψε να συμβεί επειδή ήταν απρόθυμο να προχωρήσει εγκαίρως και αποφασιστικά στις επώδυνες αλλά απαραίτητες μεταρρυθμίσεις. Το αποτέλεσμα ήταν η εφαρμογή του προγράμματος να θυμίζει για χρόνια το τρέξιμο του Πόουλ Τόμσεν στον διάδρομο του γυμναστηρίου του Χιλτον: Τροχάδην επιτόπου.
ΟΤΑΝ ΤΟ BLOOMBERG χαρακτήριζε σε άρθρο του τον επικεφαλής της ομάδας του ΔΝΤ για την Ελλάδα ως «έναν από τους πιο μισητούς ανθρώπους στην Ελλάδα», ήξερε πως εξέφραζε ένα μεγάλο κομμάτι της πραγματικότητας, αφού στο πρόσωπο του Δανού οικονομολόγου οι ταλαιπωρημένοι Ελληνες έβλεπαν την ενσάρκωση του δόγματος του σοκ και της ευρω-λιτότητας. Αλλωστε, ήταν κοινό μυστικό πως το παρατσούκλι που χρησιμοποιούσαν Ελληνες αξιωματούχοι για τον Τόμσεν ήταν «ο διάβολος». Ισως επειδή, όπως γράφουν στο βιβλίο τους «Η τελευταία μπλόφα» οι Ελένη Βαρβιτσιώτη και Βικτώρια Δενδρινού, ο Τόμσεν ήταν ο πιο άκαμπτος στις διαπραγματεύσεις, ο πιο απαισιόδοξος στις εκτιμήσεις και ο λιγότερο ευχαριστημένος με τις εκάστοτε αντιπροτάσεις των Ελλήνων. Ταυτόχρονα, όμως, ήταν και από τους πρώτους που είχαν αντιληφθεί ότι η θεσμοθέτηση και η εφαρμογή μιας μεταρρύθμισης ήταν δύο τελείως διαφορετικές υποθέσεις στην Ελλάδα…
Τραμπ, Μπάιντεν και το δράμα των ομήρων
ΩΣΤΟΣΟ το κυριότερο λάθος του Ταμείου ήταν αυτό που σε ανύποπτο χρόνο είχε πει ο Τόμσεν: «Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι θα αντιμετωπίζουμε τα κράτη-μέλη μας με τον ίδιο τρόπο και ότι οι κανόνες μας ισχύσουν ομοιόμορφα». Αυτό ήταν που δεν κατάλαβε ποτέ το ΔΝΤ: Οτι δεν γίνεται να εφαρμόζεις σε μια ανεπτυγμένη ευρωπαϊκή χώρα μέτρα που έχεις εφαρμόσει σε χώρες της Λατινικής Αμερικής ή της Αφρικής με ομοιόμορφο τρόπο.
ΒΕΒΑΙΑ, ένας ψύχραιμος και αντικειμενικός παρατηρητής -που προφανώς δεν θα ήταν Ελληνας και σίγουρα δεν θα ήταν συνταξιούχος- θα έλεγε πως δεν ήταν το ΔΝΤ το μοναδικό υπεύθυνο για τα εξοντωτικά μέτρα που λήφθηκαν την περίοδο των Μνημονίων, αφού θα αναγνώριζε πως πολλά από αυτά αποτελούσαν ευθύνη και των ελληνικών κυβερνήσεων που επέλεγαν τον γρήγορο δρόμο των οριζόντιων περικοπών από τον βραδύ και επίπονο δρόμο των μεταρρυθμίσεων. Θα αναγνώριζε, επίσης, πως μία από τις μεγαλύτερες ατυχίες στην ελληνική περίπτωση ήταν η ασυνεννοησία και τα διαφορετικά συμφέροντα που υπήρχαν μεταξύ των τριών θεσμών, της ΕΚΤ, του ΔΝΤ και του Eurogroup.
ΣΗΜΕΡΑ τα πράγματα έχουν αλλάξει. Ο Τόμσεν παραμένει υψηλόβαθμο στέλεχος του ΔΝΤ, όμως δεν είναι πια επικεφαλής της ομάδας του Ταμείου στη χώρα μας, ούτε το ισχυρότερο μέλος μιας τρόικας που πια δεν υπάρχει. Το κυριότερο όμως που έχει αλλάξει είναι οι συσχετισμοί με τη νέα ελληνική κυβέρνηση. Κάτι που φάνηκε ξεκάθαρα από τη συνάντηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τη διευθύντρια του οργανισμού, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, όπου επιβεβαιώθηκε πως η σχέση Ελλάδας-ΔΝΤ θα βασίζεται πλέον στη συνεργασία για τη μείωση των πλεονασμάτων και όχι στη σύγκρουση για τη μείωση των συντάξεων.
Από την έντυπη έκδοση
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής