Γράφει ο Στέφανος Τζανάκης
Ολα ξεκίνησαν από εκείνο το δημοψήφισμα του 2015, όπου το «όχι» έγινε «ναι» μέσα στη νύχτα. Η Ελλάδα γλίτωσε την τελευταία στιγμή, όταν η κυβέρνηση Τσίπρα αποφάσισε να παραιτήσει τον Γιάνη Βαρουφάκη και να ψηφίσει το τρίτο Μνημόνιο. Ομως, από τα κάπιταλ κοντρόλ, που αναπόφευκτα μπήκαν στη ζωή μας, προέκυψε κάτι θετικό – η μαζικοποίηση των δαπανών με κάρτες.
Ηταν νομοτελειακό ότι από τη στιγμή που ο καθένας μπορούσε να κάνει ανάληψη ως 60 ευρώ την ημέρα, το μέλλον ανήκε στις κάρτες: ακόμα και για την ταβέρνα της γειτονιάς που δεν είχε συνηθίσει στις αποδείξεις, το πλαστικό χρήμα ήταν μονόδρομος…
Η χαλάρωση –αρχικά- και η κατάργηση, στη συνέχεια, των κάπιταλ κοντρόλ, δεν άλλαξε τις θετικές διαθέσεις της πλειονότητας ως προς τη χρήση του πλαστικού χρήματος. Ομως, τα χαμηλά πλαφόν ως προς το φορολογητέο εισόδημα που είχε θέσει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, άφηναν πολύ μεγάλα περιθώρια «διαπραγμάτευσης» του ΦΠΑ, αφού οι περισσότεροι κάλυπταν μέσα σε πολύ λίγους μήνες το όριο της εφορίας.
Η νέα κυβέρνηση θέλει να αυξήσει το όριο αυτό – αλλά και πάλι μπαίνουν χαμηλά πλαφόν, ενώ, σύμφωνα με τα όσα έχουν γίνει γνωστά, μένουν έξω από τις δαπάνες που «μετρούν» πολύ σημαντικές (και ακριβές) ανάγκες των νοικοκυριών, όπως τα ενοίκια και τα φροντιστήρια.
Πρόκειται για περιπτώσεις όπου δίνεται απεριόριστος χώρος στη φοροδιαφυγή – τόσο προς την πλευρά του πωλητή όσο και προς την πλευρά του καταναλωτή. Τα παραδείγματα είναι μέσα από τη ζωή της πλειονότητας – και τα γνωρίζουν οι πάντες, εκτός από τους αρμοδίους.
Το χειρότερο είναι ότι από μία διεύρυνση της σχετικής πρακτικής θα μπορούσε να διευρυνθεί η φορολογική βάση σε τέτοιο βαθμό που θα προέκυπταν σοβαρές φορολογικές μειώσεις σε όλα τα επίπεδα. Είναι άλλωστε γνωστό ότι στη χώρα μας εξακολουθεί να ανθεί η παραοικονομία – και είναι προφανές ότι όσο συμβαίνει αυτό, κάποιοι κερδίζουν εις βάρος άλλων που συνεχίζουν να υπερφορολογούνται…
Από την έντυπη έκδοση
*Ο Στέφανος Τζανάκης είναι διευθυντής έκδοσης του Ελεύθερου Τύπου