Γράφει ο Γιώργος Κουμπαράκης
Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός της χώρας μας, σε συνδυασμό με την ανικανότητα αντιμετώπισης των οικονομικών προβλημάτων που προέκυψαν, δημιούργησε ένα πέπλο αβεβαιότητας, το οποίο προϊόντος του χρόνου μετατράπηκε σε καθεστώς αναξιοπιστίας. Παρά τις προσπάθειες για άμβλυνση του φαινομένου την περίοδο 2012-2014, από το 2015 μέχρι και σήμερα το περιβάλλον αυτό εντάθηκε λόγω των εξαιρετικά ανεύθυνων χειρισμών και της ποινικοποίησης της επιχειρηματικότητας από την πλευρά των κυβερνώντων της περιόδου αυτής. Το μήνυμα που η χώρα εξέπεμπε προς πάσα κατεύθυνση ήταν ότι είμαστε μια χώρα εχθρική για την επιχειρηματικότητα και κατά των επενδύσεων.
Η προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων μπορεί όμως να εισφέρει θετικά ως προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας που τις φιλοξενεί, ως προς τις μισθολογικές απολαβές και ως προς το βαθμό ελευθέρωσης της οικονομίας και των ιδιωτικοποιήσεων, μεταβλητές που εισάγουν το στοιχείο της μετάβασης στην οικονομία της αγοράς. Είναι ευρέως γνωστό πως οι ευρωπαϊκές χώρες που κατάφεραν να προσελκύσουν άμεσες ξένες επενδύσεις είχαν σημαντικά οφέλη ως προς τον ανταγωνισμό και τις οικονομίες τους. Πώς; Μέσω της αναβάθμισης του ανθρωπίνου δυναμικού τους, μέσω της εισροής τεχνογνωσίας μειώθηκαν οι περιφερειακές τους ανισότητες, ενώ οι ΑΞΕ συνέβαλαν στην αύξηση του ΑΕΠ.
Οι επενδύσεις όμως για να συμβούν απαιτούν πρώτα και πριν από όλα χώρους για να χωροθετήσουν τις εγκαταστάσεις τους με γρήγορες διαδικασίες σε ένα ασφαλές για αυτές περιβάλλον. Δυστυχώς όμως οι κανόνες χωροταξίας και πολεοδομίας της χώρας μας, αντί να αποτελούν κίνητρο για τον επενδυτή, συνιστούν τη ρίζα του προβλήματος που απαντάει στο όνομα «έλλειμμα εμπιστοσύνης των επενδυτών προς τη χώρα μας».
Ο αποσπασματικός ή αποκομμένος ή και ανύπαρκτος σε πολλές περιπτώσεις χωρικός σχεδιασμός της χώρας μας αποτελεί τροχοπέδη για κάθε δυνητικό επενδυτή και λειτουργεί εναντίον του φυσικού και του αστικού περιβάλλοντος εντείνοντας τις περιφερειακές ανισότητες και καταδικάζοντας στην πράξη τον όποιον αναπτυξιακό σχεδιασμό επιχειρεί να συμβάλει στην επίτευξη εθνικών στόχων για οικονομική μεγέθυνση και ανάπτυξη.
Η εικόνα του χώρου σήμερα είναι αποτέλεσμα ενός συνόλου που απαρτίζεται από λάθος κυβερνητικές πολιτικές, από λάθος αντίληψη σε επίπεδο πολεοδομικού και χωροταξικού σχεδιασμού και από μια λάθος θεώρηση για το χώρο, η οποία όχι απλά άφηνε τον χωρικό σχεδιασμό στα χαρτιά αλλά απέκλειε οριστικά το ενδεχόμενο αυτός να γίνει πράξη. Και για αυτή την εικόνα δεν φταίνε μόνο οι λάθος πολιτικές, αλλά και μια «αυθαίρετη» αντίληψη που έχουμε ως πολίτες αυτής της χώρας.
Αλήθεια πόσοι από εμάς γνωρίζουμε πως το 53% της χωρικής μας έκτασης δεν έχει Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ) ή Σχέδιο Χωρικής και Οικιστικής Οργάνωσης Ανοικτών Πόλεων (ΣΧΟΟΑΠ); Περισσότερο από 19 χρόνια, από τότε τέθηκε σε ισχύ το προηγούμενο νομικό πλαίσιο για την εκπόνηση των Γενικών Πολεοδομικών Σχεδίων, ολοκληρώθηκε μόλις το 16% των μελετών που ανατέθηκαν, ενώ το 31% αυτών βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη.
Για να αφήσει η χώρα μας πίσω της την κρίση χρειάζεται έναν ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 3- 4%, η προσέλκυση επενδύσεων μπορεί να συνεισφέρει σε μεγάλο βαθμό στην ευόδωση αυτού του στόχου. Για να γίνει όμως αυτό πρέπει να προσελκύσουμε επενδύσεις και για να προσελκύσουμε επενδύσεις ως χώρα πρέπει να παρέχουμε κίνητρα στους υποψήφιους επενδυτές για να γίνουμε πιστευτοί και πειστικοί και να καταφέρουμε να έρθουν και να επενδύσουν στη χώρα μας. Και για να γίνει αυτό πρώτα και πριν από όλα χρειαζόμαστε έναν ολοκληρωμένο χωροταξικό σχεδιασμό στην πράξη για να ξέρει ο κάθε επενδυτής πρωταρχικά πού μπορεί να επενδύσει. Το κλειδί για τον αναγκαίο ολοκληρωμένο χωροταξικό σχεδιασμό έχει όνομα και αυτό είναι η μετεξέλιξη των πολεοδομικών σχεδίων ή αλλιώς τα Τοπικά Χωρικά Σχέδια.
Από την έντυπη έκδοση