Είναι χαρακτηριστικό ότι υπήρξαν φοιτητές που εισήχθησαν σε αρκετές σχολές με βαθμολογία, όχι απλώς κάτω από τη βάση, αλλά ακόμα και με 5, ενώ η σπουδή του τελευταίου υπουργού Παιδείας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ κ. Γαβρόγλου στο τέλος της θητείας του να μετατρέψει σε πανεπιστήμια τα περισσότερα ΤΕΙ της χώρας, τελικώς μεγάλωσε, αντί να μικρύνει, την απόσταση μεταξύ των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων των μεγάλων πόλεων και της περιφέρειας.
Είναι θετικό το γεγονός ότι η νέα πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας δεν πρόκειται να αλλάξει φέτος το εξεταστικό σύστημα. Αρκετά έχουν ταλαιπωρηθεί οι μαθητές από τις αιφνιδιαστικές ανατροπές και το συνεχές «ράβε – ξήλωνε».
Ομως το ζήτημα δεν είναι μόνο μεταξύ αυτών που πέτυχαν να εισαχθούν στο πανεπιστήμιο, αλλά και στις ευκαιρίες που θα πρέπει επίσης να έχουν και όσοι δεν τα κατάφεραν. Χρειάζεται να βελτιωθεί το επίπεδο σπουδών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ώστε το Λύκειο να πάψει να αποτελεί απλώς προθάλαμο των ΑΕΙ, αλλά και να υπάρξει σύνδεση με την αγορά εργασίας, ιδίως στην τεχνική εκπαίδευση και τις νέες τεχνολογίες.
Παράλληλα, είναι ανάγκη να δημιουργηθούν κλασικές σπουδές στα ελληνικά πανεπιστήμια, τέτοιες που να προσελκύσουν φοιτητές από όλο τον κόσμο και η Ελλάδα να μετατραπεί σε διεθνές κέντρο κλασικών σπουδών. Και, βεβαίως, να αναβαθμιστεί το εκπαιδευτικό δυναμικό σε όλες τις βαθμίδες της ελληνικής εκπαίδευσης, από το Δημοτικό μέχρι το Πανεπιστήμιο.
Οι πανελλαδικές εξετάσεις δεν είναι το τέλος του κόσμου, αλλά ούτε και πανάκεια. Η Πολιτεία οφείλει να επενδύσει γενικότερα στην Παιδεία και να δημιουργήσει τις κατάλληλες συνθήκες για όλους τους νέους, ώστε να σπουδάσουν και να εργαστούν στη χώρα μας και να σταματήσει η φυγή στο εξωτερικό.
Από την έντυπη έκδοση