Γράφει ο Πάνος Αμυράς*
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στο πρώτο πεντάμηνο του έτους εξάντλησε όλα τα δημοσιονομικά αποθέματα σε προεκλογικές παροχές (το Δώρο Χριστουγέννων των συνταξιούχων δόθηκε με τη μορφή επιδόματος το Πάσχα) και σε ρουσφετολογικού τύπου δαπάνες. Ολοι θυμόμαστε τις «έκτακτες» επιχορηγήσεις των 5.000 και 10.000 ευρώ που μοίραζε αφειδώς ο προηγούμενος υφυπουργός Αθλητισμού σε σωματεία της εκλογικής του περιφέρειας. Κάτι αντίστοιχο ίσχυε σε όλα τα υπουργεία, τα οποία άνοιξαν τα ταμεία τους για να διασώσουν τον ΣΥΡΙΖΑ. Χωρίς αποτέλεσμα, όπως φάνηκε στις κάλπες.
Τώρα, η νέα κυβέρνηση καλείται να επιβεβαιώσει το στόχο του πλεονάσματος 3,5% του ΑΕΠ για φέτος και για το 2020 χωρίς να έχει περιθώρια για μεγάλες ελαφρύνσεις. Ωστόσο, ο δρόμος της μείωσης των φόρων είναι ο μοναδικός προκειμένου να επιβεβαιωθεί η «θεωρία του ελατηρίου», που ανέμενε αφελώς ο κ. Τσίπρας από το 2016, φορτώνοντας την πραγματική οικονομία με φορολογικά βάρη.
Το ΑΕΠ στο πρώτο τρίμηνο του έτους αυξήθηκε μόλις κατά 1,3%, όταν η πρόβλεψη του προϋπολογισμού είναι για πάνω από 2,5%. Η οικονομία κινδυνεύει να πέσει σε συνθήκες απόλυτης στασιμότητας και ο μοναδικός τρόπος για να κουνηθούν τα λιμνάζοντα νερά της αγοράς είναι να σημειωθεί μία θετική φορολογική και επενδυτική επανεκκίνηση.
Στο ερώτημα ποιοι φόροι πρέπει να μειωθούν, η απάντηση είναι όλοι. Ο ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοσε μια πολιτική φορολογικής εξόντωσης προκειμένου να διογκώσει το κομματικό κράτος. Οι φόροι επί Τσίπρα αυξήθηκαν και έγιναν επαχθέστεροι καθώς η «ευαίσθητη» κυβέρνηση της Αριστεράς ανέβασε στα ύψη όλους τους έμμεσους φόρους που επιβαρύνουν τους οικονομικά ασθενέστερους.
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
Η επιβολή ΦΠΑ 24% στα τρόφιμα στέρησε από τα νοικοκυριά 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ στα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ ενώ φόροι επιβλήθηκαν παντού. Στις τηλεπικοινωνίες, στον καφέ, στα αναψυκτικά, στο κρασί και βέβαια στα καύσιμα, όπου έχουμε τις υψηλότερες τιμές της Ευρώπης.
Η καθολική μείωση των φόρων δεν είναι εφικτή, σύμφωνα με τα στοιχεία του προϋπολογισμού, που δείχνουν ότι ο στόχος του πλεονάσματος θα επιτευχθεί φέτος οριακά. Επομένως, ο κ. Σταϊκούρας πρέπει να επιλέξει σε ποιους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας θα μειώσει τη φορολογία προκειμένου να μην διαταραχθεί η δημοσιονομική σταθερότητα και ταυτόχρονα να τονωθεί η ανάπτυξη.
Το βέβαιο είναι ότι η κυβέρνηση της Ν.Δ. πρέπει να κάνει την «υπέρβαση». Να προχωρήσει σε μειώσεις φόρων, που αφενός θα λειτουργούν ως μοχλός επενδύσεων και αφετέρου οι ελαφρύνσεις να γίνουν αισθητές στους πολίτες.
Για παράδειγμα, η περαιτέρω μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 22% μεσοσταθμικά για όλες τις περιουσίες, που αποφασίσθηκε τον Αύγουστο, ήταν ένα μέτρο το οποίο ευνοεί την οικοδομική δραστηριότητα, ανεβάζει τις αξίες των ακινήτων και ταυτόχρονα δίνει «ανάσες» σε όλα τα νοικοκυριά.
Για το 2020 η σχεδιαζόμενη μείωση του φορολογικού συντελεστή των επιχειρήσεων είναι ένα αναπτυξιακό μέτρο, το οποίο θα βοηθήσει τις επενδύσεις και θα στείλει θετικά μηνύματα στις αγορές. Πρέπει, όμως, να συνδυαστεί με μέτρα άμεσου αποτελέσματος, που θα γίνουν αισθητά στις τσέπες των φορολογουμένων. Ειδικά οι ελεύθεροι επαγγελματίες ζουν έναν φορολογικό παραλογισμό, όπου οι επιβαρύνσεις ξεπερνούν ακόμη και το 100% του εισοδήματός τους. Ο ΣΥΡΙΖΑ βρήκε την προκαταβολή φόρου στο 55% και την εκτόξευσε στο 100% με συνέπεια οι επαγγελματίες να πληρώνουν διπλό φόρο και για την επόμενη χρήση, ακόμη κι αν δεν αποκτήσουν τα ίδια εισοδήματα. Το ίδιο ισχύει με το τέλος επιτηδεύματος, που επιβαρύνει τους επιτηδευματίες. Δεν πρόκειται για φόρους αλλά για «χαράτσια», τα οποία πρέπει η νέα κυβέρνηση να τα εξοβελίσει από την αγορά.
Σε κάθε περίπτωση, εάν πρέπει να γίνει «καβγάς» με τους δανειστές, ας επιλεγεί το πεδίο της μείωσης των φόρων. Το 2013 η κυβέρνηση της Ν.Δ. είχε μειώσει την εστίαση στο 13% και τα δημόσια έσοδα αυξήθηκαν. Τώρα οι ελαφρύνσεις στη φορολογία θα λειτουργήσουν αναπτυξιακά και τα πλεονάσματα θα προέλθουν από τον παρονομαστή της οικονομίας (δηλαδή το ΑΕΠ) και όχι από τον αριθμητή των αναρίθμητων φόρων.
Από την έντυπη έκδοση
Ο Πάνος Αμυράς είναι ο διευθυντής του Ελεύθερου Τύπου