Γράφει η Άννα Παναγιωταρέα
Φτάνοντας βλέπω ένα ελικόπτερο να ρίχνει νερό. Υπήρχαν δυνατές φλόγες στο βουνό, σε δύσβατο μέρος. Από τον δρόμο δεν μπορούσαμε να έχουμε σαφή εικόνα. Πάνω από τον δρόμο σαν σε κατεβασιά μια σειρά σπίτια ήταν καμένα. Οι κάτοικοι είχαν ειδοποιηθεί κι είχαν εγκαταλείψει την περιοχή. Η αστυνομία μας είπε ότι είχαν κατέβει στη θάλασσα. Υπήρχε έντονη κάπνα κι έμπαινε η αποπνικτική μυρωδιά των καμένων.
Κατά τις 6, φτάνοντας στην Αθήνα, άνοιξα το ραδιόφωνο να ακούσω αν έσβησε η φωτιά στην Κινέττα. Ακούω ότι έχει ξεσπάσει φωτιά στον Βουτζά αλλά ελεγχόταν παρόλο που φυσούν άνεμοι. Ως και 70 χιλιόμετρα έλεγαν. Αναρωτιέμαι πώς ελέγχεται μια φωτιά, όταν τη «σπρώχνει» τέτοιος άνεμος.
Κατά τις 7 ξανάκουσα ειδήσεις. Στον Σκάι έλεγαν ότι η φωτιά κατρακυλούσε από την πλαγιά του Βουτζά αλλά δεν υπάρχει πυροσβεστικός κλοιός να την κόψει. Τα πυροσβεστικά ξέμειναν στην Κινέττα να φυλούν τα διυλιστήρια. Δηλαδή, η φωτιά έπαιρνε διαστάσεις . Η Πυροσβεστική ήταν… αλλού.
Στις 7.30 επικρατούσε στα ΜΜΕ πανικός. Πληροφορίες αντικρουόμενες. Αλλού άκουγες ότι η Πυροσβεστική θα ελέγξει τη φωτιά στη Μαραθώνος και αλλού ότι η αστυνομία δίνει εντολή αναστροφής στους οδηγούς και τους γυρνά στο Μάτι.
Στην εφηβεία μου κάποιοι φίλοι της μητέρας μου είχαν ένα ωραίο παλιό σπίτι πάνω στη θάλασσα. Πεύκα τεράστια στην αυλή και κούνιες από τα κλαδιά τους. Παράδεισος, στα μάτια μου. Ενα – δυο Σαββατοκύριακα μας καλούσαν. Μεγάλη γιορτή! Δεν έβγαινα από τη θάλασσα. Ηταν βράχια μπροστά στο σπίτι αλλά δεν μας εμπόδιζαν να μαζευόμαστε με το που έσκαγε ο ήλιος δήθεν να ψαρέψουμε. Στην πραγματικότητα τα αγόρια πηδούσαν από τα βράχια και τα κορίτσια κάναμε ότι μας έπεφτε λίγο η μπρατέλα που συγκρατούσε το μαγιό. Η εποχή της αθωότητας.
Στις 27 Ιουλίου, νωρίς το απόγευμα, πήγα στο Μάτι. Τέσσερις τοίχοι που κάπνιζαν. Καμένοι χοντροί κορμοί τα πεύκα. Ευτυχώς που οι φίλοι της μητέρας όπως και η μητέρα μου είχαν φύγει. Παιδιά δεν είχαν. Δεν ξέρω αν έμενε κανείς στο σπίτι.
Ως τώρα που γράφω ήθελα να ξέρω με ποια καρδιά ο Αλέξης Τσίπρας στις 23 Ιουλίου τα μεσάνυχτα έλεγε ότι δεν είχαν αναφερθεί θύματα και πως την άλλη μέρα θα έσβηνε η φωτιά, επειδή θα έπεφτε ο άνεμος. Η φωτιά είχε σβήσει από τις εννέα το βράδυ κυνηγώντας τους ανθρώπους ως τη θάλασσα…
Ο βλάσφημος Σπίρτζης αποκάλεσε «δολοφόνους» τους κατοίκους στο Μάτι. Αυτούς που έχασαν γονείς, αδέλφια, φίλους, σπίτι. Η ανίκανη κυβέρνηση διαλύοντας το κράτος πήρε στον λαιμό της 102 ανθρώπινες ζωές. ΔΕΝ ΞΕΧΝΟΥΜΕ ΤΟ ΜΑΤΙ. Πρέπει να αποδοθεί Δικαιοσύνη.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου