Γράφει ο Στέφανος Τζανάκης
Βεβαίως, την απάντηση τη γνώριζε εκ των προτέρων: ο κ. Μητσοτάκης δεν είχε κανένα λόγο να μπει σε μία τετ α τετ αντιπαράθεση με τον κ. Τσίπρα, διότι κατέβαινε στις εκλογές με μία τελείως διαφορετική στρατηγική από τον αντίπαλό του: μετά από εκείνη την αλήστου μνήμης αντιπαράθεση στη Βουλή που κατέληξε επί προσωπικού, στη Νέα Δημοκρατία κατέληξαν ότι κάτι τέτοιο δεν θα άφηναν να ξανασυμβεί.
Και ήταν ζήτημα κοινής πολιτικής λογικής να μην επιτρέψουν να ξανασυμβεί – διότι, πολύ απλά, θα έπαιζαν το παιχνίδι του κ. Τσίπρα, το οποίο συνίσταται και τότε και τώρα στην προβολή του διλήμματος «ή εγώ ή αυτός».
Στην πραγματικότητα δεν είναι το «ή εγώ ή αυτός» ένα δίλημμα που έχει να κάνει με τις ικανότητες του καθενός – ώστε να πουν οι πολίτες «ας νικήσει ο καλύτερος»: ένα κόμμα που από το 3% έφτασε -λόγω της κρίσης και όσα αυτή προκάλεσε στις διαθέσεις του εκλογικού σώματος- να κυβερνά επί 4,5 χρόνια, δεν έχει άλλον τρόπο για να επαναφέρει τη συσπείρωση στις τάξεις των ψηφοφόρων του.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Ο κ. Τσίπρας είναι ο μόνος που κερδίζει από την πόλωση επί προσωπικού. Aλλωστε, αυτό φάνηκε προεκλογικά από την ιδιαίτερα υψηλή συσπείρωση των νεοδημοκρατών και τη χαμηλή συσπείρωση των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό το έχουν αντιληφθεί στη Νέα Δημοκρατία – και όχι μόνον στο επίπεδο του αρχηγού: έτσι, ο κ. Μητσοτάκης ξεκίνησε την καμπάνια του για τις εθνικές εκλογές συναντώντας έναν δήμαρχο που εξελέγη με τη στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ – για να περάσει το μήνυμα ότι η Ν.Δ. δεν θα κάνει πόλεμο με τους αντιπάλους, μετά τις εκλογές.
Στην πραγματικότητα, στο πεδίο αυτό παίζεται πια το αποτέλεσμα των εθνικών εκλογών.
Oχι ως προς το ποιος θα είναι νικητής, αλλά ως προς το πού θα φτάσει το ποσοστό της Ν.Δ. και ως προς το ποια θα είναι η διαφορά με τον ΣΥΡΙΖΑ. Αν ο κ. Μητσοτάκης καταφέρει ως το τέλος να …μην πολεμήσει τον κ. Τσίπρα, τόσο το χειρότερο για τον ΣΥΡΙΖΑ.
*Ο Στέφανος Τζανάκης είναι διευθυντής έκδοσης του Ελεύθερου Τύπου