Οι δημόσιοι λειτουργοί εκπροσωπούν το κράτος και σε κάποιες περιπτώσεις είναι υπεύθυνοι για τη λήψη αποφάσεων. Με άλλα λόγια, το κράτους τους έχει αναθέσει μέρος της εξουσίας του. Η εξουσία αυτή συνδέεται επαρκώς με τη λογοδοσία; Η λογοδοσία μπορεί να κριθεί από τα αποτελέσματα του έργου που παράγουν και των αποφάσεων που λαμβάνουν οι δημόσιοι λειτουργοί. Δηλαδή, μέσω της αξιολόγησης.
Στη δημόσια διοίκηση, η αξιολόγηση των λειτουργών και των διοικητικών μονάδων γίνεται μέσω Βασικών Δεικτών Απόδοσης (Key Performance Indicators). Οι δείκτες αυτοί μετρούν τα αποτελέσματα (π.χ. αριθμός παρεχόμενων υπηρεσιών) που παράγει η κάθε διοικητική μονάδα για κάθε παραγωγικό συντελεστή (π.χ. αριθμός εργαζομένων) που χρησιμοποιεί. Οι εν λόγω δείκτες βοηθούν στην αξιολόγηση του έργου της εκάστοτε διοικητικής μονάδας στην πάροδο του χρόνου χωρίς όμως να παρέχουν συγκριτικά αποτελέσματα για κάθε διοικητική μονάδα λαμβάνοντας υπόψη την απόδοση των υπόλοιπων ομοειδών μονάδων. Συνεπώς, δεν είναι δυνατή η κατάταξη των διοικητικών μονάδων μέσω Βασικών Δεικτών Απόδοσης. Η κατάταξη θα δημιουργήσει ένα άτυπο ανταγωνιστικό περιβάλλον λειτουργίας των διοικητικών μονάδων το οποίο μπορεί υπό συνθήκες να ενισχύσει τόσο την αποδοτικότητα των μονάδων αυτών όσο και την ποιότητα των παρεχόμενων διοικητικών υπηρεσιών. Απαραίτητη συνθήκη ώστε η αξιολόγηση των διοικητικών δομών και δημόσιων λειτουργών να βελτιώσει την αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης είναι η σύνδεση των αποτελεσμάτων αξιολόγησης με τη χρηματοδότηση των μονάδων. Οι συγκριτικά αποδοτικότερες και αποτελεσματικότερες διοικητικές μονάδες, και κατ’ επέκταση δημόσιοι λειτουργοί, πρέπει να επιβραβεύονται. Αντίθετα, η κρατική χρηματοδότηση των φορέων που κατατάσσονται χαμηλά βάσει της συγκριτικής αξιολόγησης χρειάζεται να περιορίζεται.
Ειδική περίπτωση έλλειψης ενιαίου πλαισίου συγκριτικής αξιολόγησης αποτελεί η τριτοβάθμια εκπαίδευση. Παρόλο που διακρίνεται από ομοιογένεια ως προς την πηγή της κύριας χρηματοδότησής της και το δημόσιο χαρακτήρα της, δεν έχουν καταρτιστεί από το Υπουργείο Παιδείας συγκεκριμένα κριτήρια συγκριτικής αξιολόγησης και κατάταξης των τμημάτων, σχολών και ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Παγκοσμίως, τα εν λόγω ιδρύματα αξιολογούνται βάσει δύο κριτηρίων: (α) των ερευνητικών αποτελεσμάτων τους και (β) της ποιότητας του παρεχόμενου διδακτικού έργου τους. Σε πολλές περιπτώσεις αξιολόγησης προστίθεται κι ένα τρίτο κριτήριο, εκείνο της κοινωνικής συνεισφοράς τους. Στην περίπτωση της ποιότητας του διδακτικού έργου, η αξιολόγηση γίνεται από τους φοιτητές. Ήδη πραγματοποιούνται τακτικές έρευνες ικανοποίησης φοιτητών στα ελληνικά ιδρύματα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, τα αποτελέσματα των οποίων κοινοποιούνται στην Αρχή Διασφάλισης και Πιστοποίησης Ποιότητας. Η συγκεκριμένη Αρχή είναι υπεύθυνη για την αξιολόγηση των ιδρυμάτων αυτών, την παροχή συμβουλών για τη βελτίωση της ποιότητας του έργου τους και της λειτουργίας τους, αλλά όχι και για την κατάταξη των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης βάσει των αποτελεσμάτων τους σε έρευνα και διδασκαλία.
Ντόναλντ Τραμπ και Δαλάι Λάμα
Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματαστην αξιολόγηση των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι η απουσία ενιαίου πλαισίου κατάταξης του δημοσιευμένου έργου των μελών του διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού τους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ενιαίων προτύπων αξιολόγησης δημοσιεύσεων αποτελούν οι κατατάξεις ABS στο Ηνωμένο Βασίλειο και CNRS στη Γαλλία, οι οποίες αφορούν δημοσιεύσεις σχολών οικονομικών και διοίκησης επιχειρήσεων, η ABDC στην Αυστραλία και UBYT-TUBITAK στην Τουρκία, οι οποίες αφορούν δημοσιεύσεις όλων των επιστημονικών πεδίων, καθώς και κατατάξεις ανεξάρτητων φορέων, όπως είναι οι SCOPUSκαι SCImago, οι οποίες επίσης αφορούν το σύνολο των επιστημονικών πεδίων. Από προσωπική εμπειρία εργασίας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση διαφόρων χωρών, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, η Κίνα, η Ελλάδα, η Τουρκία, η Κύπρος και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, σε κάθε περίπτωση εφαρμόζεται συγκεκριμένο πρότυπο αξιολόγησης, κατάταξης των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, επιλογής και εξέλιξης των μελών διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού των ιδρυμάτων αυτών. Στην Ελλάδα, το καθ’ ύλην αρμόδιο Υπουργείο ακόμη δεν έχει καταλήξει σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο αξιολόγησης και κατάταξης των ιδρυμάτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και των επιμέρους δομών τους. Η πολιτική αποκέντρωσης της εξουσίας και διάθεσης κονδυλίων από τον κρατικό προϋπολογισμό χωρίς ουσιαστική αξιολόγηση θίγει τους άξιους επιστήμονες, καθώς δεν τους δίνονται κίνητρα για να παραμείνουν αποδοτικοί και αποτελεσματικοί, δε βοηθά στη βελτίωση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και υποθηκεύει το μέλλον της.
Η ευθύνη της κεντρικής διοίκησης στον καθορισμό πλαισίου αξιολόγησης των δομών του κράτους και των λειτουργών του είναι ύψιστη. Χρειάζεται όμως να σημειωθεί ότι η εισαγωγή πλαισίου αξιολόγησης χωρίς κατάταξη και σύνδεση των αποτελεσμάτων με την κρατική χρηματοδότηση και την επιβράβευση των άξιων οδηγεί σε αύξηση του διοικητικού κόστους, επιβράδυνση της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και συνέχιση της επιβράβευσης της μετριότητας.
Ο Παναγιώτης Δ. Ζερβόπουλος είναι Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων, Πανεπιστημίου Σάρτζα, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Η Χρυσοβαλάντω Π. Τσέπη είναι Δικηγόρος MSc, Πολιτικό Στέλεχος της ΝΔ.