Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη
Στην περίπτωση της αύξησης του κατώτατου μισθού που ανακοίνωσε θριαμβευτικά ο πρωθυπουργός, την αποδομούν όλοι: Και οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες. Πώς κατάφερε κάτι τέτοιο η κυβέρνηση; Ισως επειδή για μία ακόμα φορά έκανε προσχηματικό διάλογο με τους κοινωνικούς εταίρους. Αλλα άκουσε και άλλα αποφάσισε. Ετσι κατέληξε να ανακοινώνει εκείνο που ωφελεί προεκλογικά τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι την αγορά. Ας δούμε όμως πού διαφωνούν οι μεν και πού οι δε, δηλαδή όλοι.
Το πόρισμα της Επιτροπής των Σοφών που δόθηκε στο υπουργείο Εργασίας πρότεινε αύξηση 5% έως 10%. Η κυβέρνηση επέλεξε να σπάσει ακόμα και το «ταβάνι», υιοθετώντας αύξηση 11%, διότι, όπως είπε ο πρωθυπουργός, η οικονομία ανέκαμψε. Αυτό, βέβαια, το διαπιστώνει μόνο το Μαξίμου και όχι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που ούτε τη φορολογία τους δεν μπορούν να πληρώσουν. Διότι μην γελιόμαστε, οι αυξήσεις θα πληρωθούν από τους ιδιώτες και όχι από το κράτος.
Η Αράχωβα μας έδειξε τον δρόμο: Τι πρέπει να μάθουμε για τις χειμερινές μετακινήσεις
Η λογική της ελεύθερης οικονομίας προστάζει πως για να μπορεί μια επιχείρηση να πληρώσει αυξημένους μισθούς θα πρέπει να δει και τόνωση των εσόδων της. Αν όμως ο τζίρος της είναι μειωμένος και οι πωλήσεις πάνε άπατες, τότε, για να μπορέσει να εφαρμόσει το νόμο, η πρώτη επιλογή είναι η αναμενόμενη: Να απολύσει εργαζόμενους, ώστε να πληρώνει όσους κρατήσει με 650 ευρώ ή να παγώσει κάθε νέα πρόσληψη.
Η ΓΣΕΕ, που εκπροσωπεί τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα, σημειώνει μεταξύ άλλων ότι η αύξηση κατά 11% του κατώτατου μισθού αντισταθμίζει στο μισό την απώλεια του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων που επιβλήθηκε το 2012. Αν, μάλιστα, εφαρμοστεί η ήδη ψηφισμένη μείωση του αφορολογήτου, η αύξηση αυτή θα εξανεμιστεί από τη φορολογία. Οι εργοδότες, από την άλλη, τονίζουν ότι θα αυξηθεί το μισθολογικό όσο και μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων, ενώ θεωρείται βέβαιο ότι θα υπάρξουν εσωτερικές πιέσεις ώστε να αυξηθούν όχι μόνο όσοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό αλλά και όλοι όσοι αμείβονται με μισθό πάνω από τον κατώτατο έως και τα 649 ευρώ.
Ηθικό δίδαγμα: Καλοδεχούμενη η αύξηση του κατώτατου μισθού, όμως αν δεν κινηθούν οι επενδύσεις και δεν ζεσταθεί η αγορά, λίγοι θα μπορέσουν να την υποστηρίξουν. Διότι οι αυξήσεις μπορεί να επιβάλλονται με νόμους, αλλά δεν διατηρούνται αν δεν το επιτρέπουν οι συνθήκες.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]