Στην πράξη, επί κυβέρνησης Τσίπρα -Καμμένου το χρέος όχι μόνο δεν κουρεύτηκε αλλά αντιθέτως διογκώθηκε λόγω της καταστροφικής διαπραγμάτευσης του πρώτου εξαμήνου του 2015 και της υπογραφής νέου Μνημονίου.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat το δημόσιο χρέος στο δεύτερο τρίμηνο του 2018 ξεπέρασε το 180% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος με αυξητικές τάσεις. Μάλιστα, σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, το χρέος στο τρίτο τρίμηνο του έτους ξεπέρασε τα 334 δισεκατομμύρια έναντι 313 δισεκατομμυρίων που ήταν στο αντίστοιχο διάστημα του 2017.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. ευθύνεται για την επιδείνωση των μακροοικονομικών μεγεθών για δύο βασικούς λόγους:
Πρώτον, διότι το 2015 ανεκόπη η πορεία αύξησης του ΑΕΠ και η χώρα διολίσθησε στην ύφεση. Σε αντίθεση με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης που σημείωσαν εκρηκτικούς αναπτυξιακούς ρυθμούς την περίοδο 2015-2017, στην Ελλάδα είχαμε δύο χρονιές ύφεσης και μία χρονιά καχεκτικής ανάπτυξης με αποτέλεσμα ο «παρονομαστής» στο κλάσμα του χρέος, δηλαδή το ΑΕΠ, να μην αυξηθεί σημαντικά.
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Δεύτερον, γιατί το Δημόσιο μετά το δημοψήφισμα και το κλείσιμο των τραπεζών χρειάστηκε νέο δανειακό πρόγραμμα προκειμένου να αποφύγει την άτακτη χρεοκοπία. Επιπλέον οι τράπεζες κεφαλαιοποιήθηκαν σε εξευτελιστικές τιμές υπέρ των ξένων funds και σε βάρος των συμφερόντων του Δημοσίου και των μικρομετόχων.
Η κυβέρνηση προχώρησε σε μία συμφωνία με τους δανειστές για την παράταση των πληρωμών σε ό,τι αφορά την αποπληρωμή των δανείων, που βασίζεται στην εμφάνιση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για τα επόμενα χρόνια.
Ομως τα βάρη επί Τσίπρα έγιναν μεγαλύτερα, το χρέος μεγάλωσε και οι συνθήκες εξυπηρέτησής του επιδεινώθηκαν ενώ η χώρα παραμένει εκτός αγορών.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]