Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη
Η εφημερία της Τρίτης έκανε το Αττικό νοσοκομείο εν καιρώ ειρήνης να θυμίζει σκηνικό πολέμου: Εκατοντάδες ασθενείς και οι συνοδοί τους πλημμύρισαν τους χώρους, γεμίζοντας κάθε κρεβάτι και διαθέσιμο ράντζο, οδηγώντας το ικανότατο προσωπικό στα όρια των αντοχών του. Δεν είναι η πρώτη φορά, δεν θα είναι η τελευταία, όπως παραδέχεται στην ανακοίνωσή της και η διοίκηση του Αττικόν που κάνει λόγο για 810 (!) περιστατικά μέσα σε λίγες ώρες. Αλλωστε δεν αφορά μόνο το Αττικό, αφορά όλα τα δημόσια νοσοκομεία που λειτουργούν στο κόκκινο.
Την ίδια ημέρα και τις ίδιες ώρες έτυχε να βρεθώ στο τμήμα επειγόντων περιστατικών ιδιωτικής κλινικής. Το σύστημα ήταν υπό έλεγχο, προφανώς επειδή ο κόσμος που περίμενε ήταν λιγότερος. Η πρώτη και εύκολη απάντηση είναι ότι στα ιδιωτικά θεραπευτήρια πάνε οι πλούσιοι. Λάθος, στα ιδιωτικά θεραπευτήρια, και κυρίως στις μικρές και μεσαίες κλινικές που λειτουργούν στα προάστια και σε πόλεις της περιφέρειας, καταφεύγουν και άνθρωποι των μεσαίων ή και χαμηλότερων στρωμάτων, οι οποίοι καταφέρνουν –ακόμα– να πληρώνουν ιδιωτική ασφάλιση ή που εκμεταλλεύονται διάφορες πιο προσιτές προσφορές, όπως είναι οι κάρτες υγείας. Το ερώτημα είναι απλό: Γιατί να μην έχουν τη δυνατότητα περισσότεροι άνθρωποι να κάνουν χρήση της ιδιωτικής υγείας, αποφορτίζοντας έτσι και το δημόσιο σύστημα;
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Η χορήγηση κινήτρων, φορολογικών κυρίως, θα μπορούσε να είναι μια καλή απόφαση, η οποία θα βοηθήσει τους οικονομικά ασθενέστερους. Διότι μην μπερδευόμαστε: Τα υψηλά και πολύ υψηλά εισοδήματα δεν περιμένουν από το κράτος για να πληρώσουν τα ιατρικά νοσήλιά τους. Σε αντίθεση με την πλειονότητα του κόσμου, που δεν μπορεί να πληρώσει ούτε τη συμμετοχή για τα φάρμακά του. Ομως όσοι τολμούν σε αυτή τη χώρα να μιλούν για τον τρίτο πυλώνα ασφάλισης, ο οποίος θα μπορούσε να λειτουργεί προαιρετικά και συμπληρωματικά με τον δημόσιο τομέα, είτε στην περίθαλψη, είτε στη σύνταξη, αποκαλούνται Πινοσέτ. Λες και ζούμε σε κάποια χώρα του (αν)ύπαρκτου σοσιαλισμού, αγνοούν την πραγματικότητα και δημιουργούν ασθενείς και πολίτες δύο ταχυτήτων.
Η δημόσια υγεία χρειάζεται προσλήψεις, αύξηση της οικονομικής χρηματοδότησης και καλύτερο σύστημα οργάνωσης. Σε αυτό συμφωνούμε όλοι. Σε αυτό που δεν θα συμφωνήσουμε είναι στην υποκριτική ιδεοληψία της κυβέρνησης να αρνείται την ιδιωτική υγεία, όπως και την ιδιωτική ανώτατη εκπαίδευση. Ο μεγάλος ασθενής είναι ο κρατισμός, και δύσκολα γιατρεύεται.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]