Γράφει ο Γιώργος Κουμπαράκης
Ηρθε το 2019 λοιπόν, καλή νέα χρονιά σε όλους και σε όλες! Αντιμέτωποι με τις νέες χαρές και λύπες μας, εισήλθαμε σε ένα έτος οικονομικών, θεσμικών και δη πολιτικών αλλαγών, μα -το σημαντικότερο- σε μια χρονιά πολιτικού απολογισμού της τετραετίας 2015-2019. Αργά ή γρήγορα, θα κληθούμε να επιλέξουμε ανάμεσα σε μια ανανέωση της προηγούμενης τετραετίας και στην ανανέωση της χώρας.
Το αποτέλεσμα τριών εκλογικών αναμετρήσεων κατά τη διάρκεια της τρέχουσας χρονιάς, σε αυτοδιοικητικό, εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, θα καθορίσει όχι μόνο όσα έχουμε να κερδίσουμε, αλλά -το κυριότερο- αυτά που κινδυνεύουμε να χάσουμε.
Πώς, όμως, θα καταφέρεις να επικοινωνήσεις κάτι τέτοιο σε μια κοινωνία οικονομικά τσακισμένη, ηθικά γονατισμένη και ψυχολογικά κουρασμένη; Πώς θα καταφέρεις να πείσεις πως το τέλος της μιζέριας βρίσκεται μακριά από τις επιδοματικού τύπου παροχές ενός αντιπαραγωγικού κράτους;
Η περίοδος από σήμερα μέχρι και την ημέρα των εθνικών εκλογών θα είναι μια μακρά περίοδος δυσμενών εξελίξεων για την ελληνική οικονομία.
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Το πιο έντονο γεγονός με μεγάλες επιπτώσεις για τη χώρα μας το 2019 δεν θα είναι ούτε οι διεθνείς εξελίξεις ούτε το ασύντακτο Brexit ούτε οι εγχώριες οικονομικές προκλήσεις, αλλά η ωριμότητα του Ελληνα ψηφοφόρου.
Είναι, λοιπόν, έτοιμος ο Ελληνας ψηφοφόρος, που στις τελευταίες εθνικές εκλογές δεν ψήφισε καθόλου ή ψήφισε με θυμό, να κάνει την αυτοκριτική του; Είναι κατάλληλα προετοιμασμένος να αποφασίσει για μια μεγάλη κυβερνητική αλλαγή που δεν θα διχάζει την κοινωνία και θα οδηγεί τη χώρα την επόμενη μέρα σε μια νέα περίοδο ανάκτησης των χαμένων ευκαιριών; Είναι, άραγε, έτοιμος να πει «όχι» σε μια επιδοματική πολιτική που συντελείται στη βάση μιας μικροπολιτικής επιβίωσης, η οποία μπορεί να καταφέρει να καλύψει μερικά έξοδα του μήνα, αλλά σε βάθος χρόνου θα τον φορτώσει με έξοδα πολλών μηνών;
Το στοίχημα της νέας χρονιάς που πρέπει πάση θυσία να κερδηθεί είναι να επανέλθει στην πολιτική ο θυμωμένος, αγανακτισμένος και απογοητευμένος Ελληνας πολίτης. Να αρχίσει, δηλαδή, να ασχολείται και πάλι με τα πρόσωπα εκείνα που θα κληθεί να επιλέξει σε λίγο καιρό να αποφασίζουν για εκείνον και για το μέλλον του. Και η επαναφορά αυτή θα πρέπει να γίνει στη βάση μιας ορθολογικής αξιολόγησης ενάντια στην κάθε μορφή δημαγωγίας, ανευθυνότητας και λαϊκισμού, ο οποίος καραδοκεί εκεί όπου η προσωπική σου οικονομική εξαθλίωση συναντά τα εφάπαξ κρατικά βοηθήματα.
Και όταν έρθει τελικά η στιγμή της μεγάλης απόφασης, θα πρέπει να επιλέξουμε αυτό που περισσότερο θέλουμε. Γιατί, όπως έλεγε και ο Βοναπάρτης, «ο λόγος για τον οποίο οι περισσότεροι άνθρωποι δεν πετυχαίνουν είναι ότι ανταλλάσσουν αυτό που περισσότερο θέλουν με αυτό που θέλουν εκείνη τη στιγμή».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]