Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Εκατοντάδες συνάνθρωποί μας αυτοκτονούν και πολλοί περισσότεροι το επιχειρούν. Παρά τις επιστημονικές έρευνες που καταγράφουν αριθμούς και κίνητρα, που ψάχνουν τα βαθύτερα αίτια της απόγνωσης για να «αποφανθούν» αν πρόκειται για οικονομικούς, συναισθηματικούς ή άλλους λόγους, γεγονός παραμένει πως κανείς δεν έμαθε ποτέ τις τελευταίες σκέψεις του αυτόχειρα. Αν ένιωθε φόβο ή όχι, αν πρόλαβε να αναρωτηθεί μήπως μπορούσε η ζωή του να έχει εξελιχθεί αλλιώς.
Δυστυχώς, στην Ελλάδα, αν εξαιρέσουμε τους επιστήμονες που ασχολούνται σοβαρά και σε βάθος χρόνου, οι υπόλοιποι, και σε αυτούς εντάσσονται τα Μέσα Ενημέρωσης και οι πολιτικοί, αντιμετωπίζουμε το θέμα αρκετά επιφανειακά, κατά περίπτωση, ή ακόμα χειρότερα, κατά κυβέρνηση. Ωστόσο, μια τέτοια προσέγγιση και εκμετάλλευση συνιστά έγκλημα προς την κοινωνία και ειδικά προς τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα, που λίγο τα νοιάζει αν θα πάρουν το επίδομα ανεργίας από τα χέρια του κυρίου Κατρούγκαλου ή του κυρίου Βρούτση.
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
Ο προβληματισμός γύρω από το θέμα έγινε ακόμα πιο έντονος τις τελευταίες ημέρες, από το θάνατο ενός γνωστού και πολύ αγαπητού συναδέλφου, που αν και δεν σχετίζεται με την οικονομική κρίση, έγινε αφορμή για να σταλούν διάφορα μηνύματα προς την κοινωνία, κυρίως προς την πλευρά της ευθανασίας ή της αυτοκτονίας. Εκτός από διάφορους ιστότοπους, υπήρξαν ακόμα και υψηλά θεσμικά πρόσωπα που εκφράστηκαν ανοικτά, χωρίς να αντιλαμβάνονται τη δύναμη που έχει ο λόγος τους και πως μπορεί να επηρεάσει ανθρώπους που παλεύουν με ανίατες ασθένειες.
Επειδή λοιπόν το θέμα είναι πολύ ευαίσθητο και εξαιρετικά περίπλοκο, καλύτερα όσοι δημοσιολογούμε να μετράμε τα λόγια μας δυο φορές. Ως ένδειξη σεβασμού σε αυτούς που αποφασίζουν να θέσουν τέρμα στη ζωή τους, όπως και σε αυτούς που αποφασίζουν να το παλέψουν διαφορετικά.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι Αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου