Γράφει ο Γιώργος Κύρτσος*
Τα αδύνατα σημεία της οικονομικής πολιτικής των κυβερνήσεων Τσίπρα συνοψίζονται, κατά την άποψή μου, ως εξής.
Ο λογαριασμός του 2015
Το αριστερό οικονομικό πείραμα του 2015 μπορεί να τέλειωσε με τη στροφή 180 μοιρών στην οικονομική πολιτική, στην οποία υποχρεώθηκε η κυβέρνηση Τσίπρα το καλοκαίρι του 2015, για να μη βρεθούμε εκτός ευρωζώνης, ο σχετικός λογαριασμός όμως είναι μαζί μας και πρέπει να πληρωθεί από την κοινωνία και την οικονομία.
Οι υπολογισμοί του κόστους του αποτυχημένου πειράματος του 2015 διαφέρουν, δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι πρόκειται για έναν εξαιρετικά υψηλό λογαριασμό που μπορεί να είναι της τάξης των 100 δισ. ευρώ, όπως κατά καιρούς αναφέρει ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, κ. Ρέγκλινγκ.
Αδύναμος κρίκος οι τράπεζες
Μέρος του λογαριασμού του 2015 είναι η αποδυνάμωση του τραπεζικού συστήματος. Αποσύρθηκαν καταθέσεις 42 δισ. ευρώ και έχει επιστρέψει σε αυτές ύστερα από τόσο καιρό μόλις το ένα πέμπτο. Τα «κόκκινα» δάνεια ξεπέρασαν το 45% του συνόλου. Χάθηκαν τα 35 δισ. ευρώ των προηγούμενων ανακεφαλαιοποιήσεων των τραπεζών, τα οποία τώρα πρέπει να καλυφθούν από τους φορολογούμενους πολίτες.
Η νέα αύξηση των ιδίων κεφαλαίων έγινε με έναν τρόπο που οδήγησε στον αφελληνισμό του τραπεζικού συστήματος, ενώ εφαρμόζεται ένα πρόγραμμα πώλησης των θυγατρικών των τραπεζών στα Βαλκάνια, εξέλιξη που περιορίζει τις δυνατότητες των ελληνικών επιχειρήσεων και της οικονομίας.
Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω, το τραπεζικό σύστημα αδυνατεί να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Δεν χρηματοδοτεί επαρκώς τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, ενώ η διαχείριση των «κόκκινων» δανείων γίνεται πιο σκληρή, σε μια προσπάθεια να σταθεροποιηθούν οι τράπεζες. Η αβέβαιη πορεία της τιμής των μετοχών τους αναδεικνύει τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν το 2015, με υπογραφή Τσίπρα.
Χαμένη τριετία
Δρόμος χωρίς γυρισμό…
Η τριετία 2015-2017 ήταν τριετία σταθερής ή και δυναμικής οικονομικής ανάπτυξης για όλες τις χώρες της ευρωζώνης και της Ε.Ε. με βασική εξαίρεση την Ελλάδα.
Εξαιτίας των χειρισμών της κυβέρνησης Τσίπρα μείναμε σε περίπου μηδενικό ρυθμό ανάπτυξης στη διάρκεια της τριετίας, με αποτέλεσμα να χάσουμε περισσότερο έδαφος σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους που είναι και ανταγωνιστές μας.
Οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας αυτή την τριετία είναι απογοητευτικές συγκρινόμενες με την αναπτυξιακή «απογείωση» της Ιρλανδίας, η οποία πλέον έχει διπλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ από την Ελλάδα, την ανάπτυξη πάνω από 10% αυτό το διάστημα της Ισπανίας, την ανάπτυξη 7%-8% της Πορτογαλίας και της Κύπρου.
Είμαστε πλέον από άποψη κατά κεφαλήν ΑΕΠ 24οι στην Ε.Ε. των 28, με τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία να «καλπάζουν» αναπτυξιακά, με προοπτική να μας αφήσουν κι αυτές πίσω σε μερικά χρόνια.
Οι συνέπειες της χαμένης αναπτυξιακής τριετίας γίνονται αντιληπτές σήμερα. Το ευρωπαϊκό οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον γίνεται πιο σύνθετο, με αποτέλεσμα να δυσκολεύει η διαχείριση της ελληνικής οικονομίας και το χρέος του Ελληνικού Δημοσίου.
Τα δύσκολα μπροστά μας
Ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του κέρδισαν τις εκλογές του 2015 υποσχόμενοι τον άμεσο τερματισμό της λιτότητας και του Μνημονίου.
Στη συνέχεια μας εγκλώβισαν σε ένα σκληρότερο τρίτο πρόγραμμα-Μνημόνιο, το οποίο επισήμως έληξε τον Αύγουστο του 2018, στην πράξη όμως συνεχίζεται.
Το τρίτο πρόγραμμα-Μνημόνιο ήταν εμπροσθοβαρές στη σύλληψή του αλλά η κυβέρνηση Τσίπρα καθυστέρησε σκόπιμα την εφαρμογή του για να εξασφαλίσει τον πολιτικό χρόνο που επιθυμούσε.
Το αποτέλεσμα αυτής της αξιοπερίεργης κατάστασης είναι να μετατραπούν πολυάριθμα προαπαιτούμενα που έπρεπε να είχαν ήδη εφαρμοστεί σε απλές υπογραφές, οι οποίες τώρα πρέπει να γίνουν συγκεκριμένα μέτρα κυβερνητικής πολιτικής.
Το χειρότερο είναι ότι τα κενά που άφησε ο κ. Τσίπρας καλύπτονται με πρόσθετα μέτρα 5,5 δισ. ευρώ για το 2019-2020.
Φτώχεια και αποκλεισμός
Από το 2015 η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός πήραν μεγαλύτερες διαστάσεις στην Ελλάδα.
Οι μισές από τις νέες θέσεις που δημιουργούνται είναι θέσεις μερικής απασχόλησης, με μικτές αποδοχές κατώτερες των 400 ευρώ το μήνα. Ηδη το 30% των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας απασχολείται με αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες. Με βάση τα αποτελέσματα διεθνών ερευνών (έρευνα ιδρύματος Bertelsmann για τις κοινωνικές ανισότητες στην Ε.Ε.) αυξάνεται το ποσοστό φτωχών εργαζομένων στην Ελλάδα και εκείνων που υφίστανται στερήσεις βασικών υλικών αγαθών.
Η αρνητική δυναμική που έχει αναπτυχθεί οδηγεί σε μία δύσκολη κοινωνική κατάσταση, όπου μόλις ένας στους τρεις Ελληνες έχει ευρωπαϊκό επίπεδο ζωής και ευρωπαϊκή προοπτική, με τους δύο στους τρεις μόλις να τα φέρνουν βόλτα ή να οδηγούνται στο επαγγελματικό και το κοινωνικό περιθώριο.
Την κατάσταση περιπλέκουν τα αλλεπάλληλα πλήγματα που δέχεται το κράτος πρόνοιας, ιδιαίτερα στον τομέα της Υγείας, σε αναζήτηση εξαιρετικά υψηλού πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος.
Κι ενώ οι δαπάνες για το κράτος πρόνοιας μειώνονται δραστικά, παρατηρείται σταθερή αύξηση των δαπανών για το προσωπικό του Δημοσίου γιατί χρηματοδοτούν την επέκταση του κομματικού κράτους του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝ.ΕΛ.
Φορολογική ισοπέδωση
Βασικό χαρακτηριστικό της οικονομικής πολιτικής Τσίπρα είναι η φορολογική ισοπέδωση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των ελεύθερων επαγγελματιών, ακόμη και των νοικοκυριών.
Η αύξηση των φορολογικών βαρών και των ασφαλιστικών εισφορών αποσυντονίζει την παραγωγική προσπάθεια και λειτουργεί σαν οικονομικό αντικίνητρο. Πολλές επιχειρήσεις της Βόρειας Ελλάδας πηγαίνουν Βουλγαρία για να επιβιώσουν και να γίνουν πιο ανταγωνιστικές. Πολλοί επιτυχημένοι επαγγελματίες δεν ενδιαφέρονται να αυξήσουν το εισόδημά τους, γνωρίζοντας ότι το μεγαλύτερο μέρος από αυτό θα καταλήξει στο Δημόσιο και τα παρακλάδια του.
Είναι τέτοια η φορομπηχτική μανία των κυβερνήσεων Τσίπρα, ώστε στρέφεται ακόμη και κατά της εστίασης και του τουρισμού, που τα τελευταία χρόνια προσφέρουν πολύτιμες «ανάσες» στην ελληνική οικονομία και την κοινωνία.
Η διαρκής αύξηση των καταναλωτικών φόρων έχει αυξήσει την ακρίβεια σε περίοδο μεγάλης μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών. Ετσι, οι τιμές των τροφίμων στην Ελλάδα είναι αρκετά πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στη χώρα μας έχει πέσει κάτω από το 70% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Ετσι, το λογαριασμό της κυβερνητικής πολιτικής πληρώνουν τα νοικοκυριά, ιδιαίτερα των μη προνομιούχων πολιτών.
Επενδυτικό έλλειμμα
Η ελληνική οικονομία έμεινε τα τελευταία χρόνια πολύ πίσω σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους και ανταγωνιστές γιατί πάσχει, εξαιτίας της πολιτικής που ακολουθείται, από ένα τεράστιο επενδυτικό έλλειμμα.
Οι ετήσιες επενδύσεις στην Ελλάδα αναλογούν περίπου στο 11% του ΑΕΠ, ενώ οι επενδύσεις στην ευρωζώνη αναλογούν στο 20% του ΑΕΠ.
Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να καταργηθούν τα φορολογικά, διοικητικά αντικίνητρα για να διπλασιάσουμε τις επενδύσεις σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ και να σταματήσουμε να μένουμε απελπιστικά πίσω.
Η κυβέρνηση δίνει το χειρότερο παράδειγμα, μειώνοντας συνεχώς το πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων και φροντίζοντας οι δημόσιες δαπάνες για τις επενδύσεις να είναι λιγότερες και από το μειωμένο στόχο. Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρώτο εξάμηνο του 2018 οι δαπάνες για το πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων ήταν 750 εκατ. ευρώ λιγότερες από τον προγραμματισμό, στερώντας έτσι την οικονομία από έργα υποδομής, αναπτυξιακές ευκαιρίες και θέσεις εργασίας, προκειμένου να επιτευχθεί το λεγόμενο υπερπλεόνασμα.
*Ο Γιώργος Κύρτσος είναι Ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]