Γράφει ο Χρήστος Η. Χαλαζιάς
Από την ίδρυσή της, η τουρκική Δημοκρατία και ο στρατός παρουσιάζεται ως η μοναδική δύναμη περιφρούρησης της κοσμικής δημοκρατίας που έχτισε ο Μουσταφά (ο επιλεγμένος) Κεμάλ (ο τέλειος) Ατατούρκ (ο πατέρας της Τουρκίας), μέσα από την απαγόρευση της λειτουργίας των πολιτικών κομμάτων.
Εδώ και δεκαετίες ο στρατός κατάφερνε να ελέγχει άμεσα κάθε πολιτική ηγεσία, ανεξάρτητα από την κομματική παράταξη, και να επεμβαίνει αποφασιστικά κάθε φορά που η πολιτική ηγεσία εξέφραζε απόψεις που θεωρούνταν επικίνδυνες για την κρατούσα πολιτική άποψη ή κάθε φορά που η πολιτική που ασκούσαν δεν ήταν επιθυμητή – από τη δεκαετία του 1960 ο στρατός με τέσσερα πραξικοπήματα ανέτρεψε τις εκλεγμένες κυβερνήσεις και δύο φορές απαγόρευσε τη δράση των ισλαμικών κομμάτων. Η στρατιωτική ηγεσία φρόντιζε η πολιτική εξουσία να εκπροσωπείται από πολιτικούς ή παρατάξεις που να συμφωνούν απόλυτα σε ένα βασικό σχέδιο, στόχος του οποίου ήταν από τη μία ο αποκλεισμός του ισλαμισμού και του κομμουνισμού και από την άλλη περί των αποκαλούμενων εθνικών θεμάτων.
Στη βάση αυτή, η στρατιωτική και η πολιτική ηγεσία αποτελούσαν τον πυρήνα αυτού που ονομάστηκε κεμαλικό καθεστώς -ή βαθύ κράτος- που κυριάρχησε για πολλά χρόνια. Στο πλαίσιο αυτό το 1997 ο στρατός ανέτρεψε «πραξικοπηματικά» την πρώτη ισλαμική κυβέρνηση του Νετζμετίν Ερμπακάν. Το Εθνικό Συμβούλιο (που αποτελείτο κυρίως από στρατιωτικούς) επέβαλε μια σειρά νέων νόμων ενάντια στο πολιτικό Ισλάμ και απαγόρευσε τη λειτουργία του Κόμματος της Ευημερίας ενώ στέρησε από τον Ερμπακάν τα πολιτικά του δικαιώματα για πέντε χρόνια. Οι κατά καιρούς απαγορεύσεις των ισλαμικών κομμάτων είχαν παροδικά αποτελέσματα. Τα περισσότερα μέλη του ενός κόμματος αυτομάτως μεταφέρονταν στο νέο, περιορίζοντας έτσι τη μείωση της δύναμης των ισλαμιστών στο τουρκικό πολιτικό σύστημα. Τα συχνά σκάνδαλα και η κακοδιαχείριση από τα κόμματα της κεμαλικής πλευράς θα δημιουργήσουν κύματα δυσαρέσκειας -ειδικά στις ανατολικές επαρχίες της Τουρκίας- που στρέφονται προς τα ισλαμικά κόμματα.
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
Οι εξελίξεις αυτές θα οδηγήσουν στην ίδρυση από τους Ερντογάν και Γκιουλ του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, το οποίο θα κερδίσει τις εκλογές του 2002. Ο τελευταίος θα αναλάβει την πρωθυπουργία για ένα χρόνο, καθώς ο Ερντογάν είχε στερηθεί των πολιτικών του δικαιωμάτων το 1998 εξαιτίας ενός ποιήματος που είχε γράψει υπέρ του Ισλάμ. Στις εκλογές του 2007 θα συγκεντρώσει το 47% και του δίνεται η δυνατότητα να επιβάλει στην προεδρία τον Γκιουλ. Παρά τα εμπόδια που δημιουργούσαν οι κεμαλιστές και το κατεστημένο δεν μπόρεσαν να ελέγξουν την κατάσταση για να ανατρέψουν τον Ερντογάν. Μετά την εκλογή του ως προέδρου προχώρησε στη νομοθέτηση ο πρόεδρος να εκλέγεται από το λαό.
Η καταλυτική φθορά του κεμαλικού κατεστημένου ήρθε με την έρευνα για την παρακρατική οργάνωση Εργκενεκόν, που είχε μέλη στρατιωτικούς, πολιτικούς, επιχειρηματίες και υπαλλήλους των μυστικών υπηρεσιών. Με την αποκάλυψη συνωμοτικού σχεδίου ανατροπής του Ερντογάν με την ονομασία «βαριοπούλα» το «βαθύ κράτος» δέχθηκε ένα τελικό χτύπημα στη δράση του. Με την εξάρθρωσή της, ο Ερντογάν έχει αποκτήσει ισχύ απέναντι στο κεμαλικό «βαθύ κράτος».
Ο Ερντογάν αντικαθιστά το στρατιωτικό παρακράτος με την ίδρυση του δικού του μηχανισμού με το πρόσχημα της προστασίας του. Το σώμα αυτό ονομάζεται «Μαύροι Φρουροί». Πληροφορίες αναφέρουν ότι υπάρχουν στοιχεία για διασυνδέσεις με τον ISIS του Ισλαμικού Κράτους και της Αλ Κάιντα. Η οργάνωση SADAT συνδέθηκε επίσημα με τον Ερντογάν όταν διόρισε τον στρατιωτικό του σύμβουλο Αντιν Τανριβέρντι επικεφαλής μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016. Το «βαθύ κράτος» της Τουρκίας φαίνεται να έχει χάσει τη δυνατότητα αιφνιδιασμού και λήψης πρωτοβουλιών και ως εκ τούτου εμφανίζεται πιο αποδυναμωμένο από ποτέ. Μένει, λοιπόν, να αποδειχτεί κατά πόσο ένας μηχανισμός δεκαετιών μπορεί να ηττηθεί από ένα νέο ισλαμικό ακραίο μηχανισμό.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]