Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Πρώτα με τη διαρροή κυβερνητικών κύκλων οι οποίοι «αναρωτήθηκαν» αν η Εκκλησία αποφάσισε να συμπορευθεί με το νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής και μετά με τους χαρακτηρισμούς περί φασιστών και φασιστικών μεθόδων εναντίον μελών του ΠΑΜΕ που τόλμησαν να χτυπήσουν το χέρι τους στο τραπέζι υπουργού….
Το φάουλ των «κυβερνητικών κύκλων» που επιτέθηκαν στην Ιερά Σύνοδο επειδή εξέφρασε την άποψή της για την ονοματοδοσία της ΠΓΔΜ επιχείρησε να αντιστρέψει ο πρωθυπουργός με την επιστολή του προς τον Αρχιεπίσκοπο. Η δημοσιοποίηση της επιστολής, η οποία κινείται σε εμφανέστερα πιο ήπιους τόνους, έγινε για να λειτουργήσει ως γέφυρα και να καλύψει τη βαθιά προσβολή όχι μόνο προς έναν θεσμό, αλλά και απέναντι σε φωτισμένους ιεράρχες που έχουν ταχθεί ξεκάθαρα εναντίον κάθε μορφής βίας και ρατσισμού, που έχουν μιλήσει στα κηρύγματά τους κατά της Χρυσής Αυγής, που δείχνουν έμπρακτα τη στήριξή τους σε όλους τους αναξιοπαθούντες χωρίς να διαχωρίζουν Ελληνες από ξένους. Το αν υπάρχουν εξαιρέσεις και κάποιοι ιεράρχες «πριμοδοτούν» με δηλώσεις τους ξενοφοβικά μορφώματα, αυτό δεν δικαιολογεί τη συλλήβδην εξομοίωσή τους. Εκτός και αν οι κυβερνητικοί κύκλοι θεωρούν πως όποιος διαφωνεί με τη χρήση της λέξης Μακεδονία θεωρείται αυτόματα εχθρός του κράτους. Σε αυτή την περίπτωση ας κοιτάξουν πρώτα τα του (συγκυβερνητικού) οίκου τους.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Οσο για τον βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ που αποκάλεσε «επαναστάτες φασίστες» τα μέλη του ΠΑΜΕ επειδή διαμαρτυρήθηκαν με τον γνωστό τους τρόπο είναι πολιτικά κατακριτέο. Το ΠΑΜΕ, ο συνδικαλιστικός βραχίονας του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν γεννήθηκε χθες. Ο ρόλος του στους εργατικούς αγώνες και τις κοινωνικές διεκδικήσεις δεν αμφισβητείται, ακόμα και αν κάποιος διαφωνεί με τον τρόπο που εκφράζουν τη διαμαρτυρία τους. Μπορεί τα μπουκαρίσματα, οι φωνές και οι υπερβολές των συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ να χαρακτηριστούν με πολλούς τρόπους, πάντως όχι ως φασιστικές. Και ιδιαίτερα από τους εκπροσώπους ενός κόμματος που είχε επιλέξει ακραίες μορφές διαμαρτυρίας όσο ήταν στην αντιπολίτευση. Τότε που κατηγορούσε ως χούντα νόμιμα εκλεγμένες κυβερνήσεις.
Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
[dynamic-sidebar id= “post-area-diabaste”]