Η «αποσύνδεση» όχι ενός οποιουδήποτε κράτους-μέλους αλλά της εμβέλειας της Βρετανίας δημιουργεί νέα δεδομένα, επιβεβαιώνοντας για πρώτη φορά έπειτα από 60 χρόνια τη διευρυνόμενη τάση αμφισβήτησης, αν όχι τον κίνδυνο κατακερματισμού.
Γράφει ο Δρ Κωνσταντίνος Φίλης, διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων
Στο οικονομικό πεδίο θα προκύψουν συνθετότητες στο ξετύλιγμα του κουβαριού και μένει, μεταξύ άλλων, να διαπιστωθεί: α) Αν θα ακολουθηθούν fast track διαδικασίες εξόδου της Βρετανίας (Γερμανοί και ευρωπαϊκοί θεσμοί πιέζουν για να ξεκαθαρίσει το τοπίο). β) Κατά πόσο θα διατηρήσει η τελευταία μέρος των κεκτημένων, ιδίως στο οικονομικό πεδίο, όπου περίπου το 45% των εξαγωγών της κατευθύνονται στην ευρωπαϊκή αγορά και το 53% των εισαγωγών προέρχεται από αυτή, εφόσον όσο μεγαλύτερη πρόσβαση επιθυμεί τόσο περισσότερο θα πρέπει να αποδεχτεί τους ευρωπαϊκούς κανόνες. γ) Ποιο θα είναι το τελικό στάτους που θα αποφασιστεί για τους Βρετανούς και Ευρωπαίους πολίτες, καθώς και το καθεστώς μετακινήσεων.
Η Ευρώπη, όπως άλλωστε και η Βρετανία, βγαίνουν πληγωμένες από το Brexit, αλλά χωρίς να μπορούμε προσώρας να προσδιορίσουμε το μέγεθος και τη διαβάθμιση των επιπτώσεων. Πέρα από τις αναμενόμενες εγχώριες αναταράξεις, ιδιαίτερη σημασία έχει το πρόσωπο που θα διεξαγάγει εκ μέρους του Λονδίνου τις διαπραγματεύσεις (αφού ο Κάμερον έχει παραιτηθεί), αλλά και η διαχείριση από πλευράς βρετανικών και ευρωπαϊκών αρχών της εκπεφρασμένης πρόθεσης της Σκοτίας και μέρους της Βόρειας Ιρλανδίας να μην εκτραπούν της ευρωπαϊκής πορείας (μέσω αποσχιστικών δημοψηφισμάτων).
Σε ένα ευμετάβλητο διεθνές και περιφερειακό περιβάλλον, με μια ανησυχητική ζώνη κρίσεων στον ευρωπαϊκό περίγυρο, η διπλωματική φωνή της Ε.Ε. θα συρρικνωθεί, ενώ η βρετανική εμπειρία και τεχνογνωσία σε θέματα άμυνας και ασφάλειας (και η διεθνής στρατιωτική παρουσία) θα λείψουν. Και οι ΗΠΑ θα απολέσουν έναν παραδοσιακό εταίρο με επιρροή στην Ε.Ε. και συνήθως ευνοϊκό εκφραστή των θέσεών τους. Η ίδια η Βρετανία, εκτός της ευρωπαϊκής οικογένειας, διπλωματικά καθίσταται μια μεσαίου βεληνεκούς δύναμη -υπολογίσιμη λόγω πυρηνικού οπλοστασίου και θέσης μόνιμου μέλους στο Σ.Α.- ενώ με ενδιαφέρον αναμένεται τυχόν επίδραση στην ευρωπαϊκή πολιτική έναντι της Ρωσίας, αφού το Λονδίνο προσέφερε το ειδικό του βάρος υπό τη μορφή προστασίας στα κράτη-μέλη με αντιρωσικό προσανατολισμό.
Οσον αφορά στις επιπτώσεις για την Ελλάδα, βρισκόμαστε σε μια ιστορική και εξίσου οριακή στιγμή για την Ευρώπη. Ο αντίκτυπος για τη χώρα μας σχετίζεται με τις επιλογές των κυρίαρχων κύκλων σε Βρυξέλλες και Βερολίνο.
Ενδέχεται να θελήσουν, παρά τις αρχικές διακηρύξεις, να «παγώσουν» το χρόνο ώστε οι επιπλοκές που θα εμφανιστούν στις επικείμενες διαπραγματεύσεις αποχώρησης να μην επηρεάσουν τις εκλογικές αναμετρήσεις σε Γαλλία και Γερμανία. Ούτως ή άλλως, πολλά θα εξαρτηθούν από τις πολιτικές ανακατατάξεις μέσα στη Βρετανία. Σε αυτό το σενάριο, η Ελλάδα δεν θα πιεστεί ιδιαίτερα ώστε να μην προστεθεί ένα ακόμη «αγκάθι» στην κλονιζόμενη Ε.Ε., αντιθέτως, μάλιστα, μπορεί να υπάρξει μία -έστω και προσωρινή- ευελιξία.
Στη δεύτερη επιλογή, για λόγους πρεστίζ και λιγότερο ουσίας, προκρίνεται η πάση θυσία διατήρηση της ενότητας των 27 πλέον κρατών-μελών. Εδώ, ωστόσο, υπάρχουν τα εξής πρακτικά προβλήματα: η απροθυμία ευρωσκεπτικιστικών ηγεσιών (Πολωνία, Ουγγαρία) να συναινέσουν σε προσπάθειες περαιτέρω σύγκλισης, η αυτονόητη αδυναμία ικανοποίησης και των «27», δεδομένων των δομικά διαφορετικών αντιλήψεων (πως, άραγε, θα συγκλίνουν σε ζητήματα περί την οικονομία η Φινλανδία με την Ελλάδα ή η Ολλανδία με την Ιταλία ή σε θέματα δημοκρατίας και ελεύθερης έκφρασης η Πολωνία και η Ουγγαρία με τη Σουηδία;), οι μερικώς «αποσχιστικές» τάσεις και τα αιτήματα για περισσότερα δημοψηφίσματα τύπου Βρετανίας, καθώς και η δυναμική λαϊκιστικών φωνών σε διάφορες χώρες, που υποχρεώνει ακόμη και τις πιο φιλοευρωπαϊκές ηγεσίες στην υιοθέτηση μέρους της ατζέντας τους ή τέλος πάντων τις δυσκολεύει στην προσέγγιση με την Ευρώπη – το ένστικτο πολιτικής επιβίωσης επικρατεί.
Στο τρίτο σενάριο, που συγκεντρώνει πιθανότητες, γίνεται σταδιακή στροφή στη θεσμική «εμβάθυνση» μεταξύ των ισχυρών και προθύμων, δημιουργώντας μια Ευρώπη πολλαπλών ταχυτήτων. Η ανάπτυξη ενός σκληρού, λειτουργικού πυρήνα μεταξύ των κρατών-μελών που μπορούν να συνεννοηθούν και είναι διατεθειμένα να ακολουθήσουν ένα συγκεκριμένο πρωτίστως οικονομικό υπόδειγμα (καθορισμένο από το Βερολίνο) θα εμφανιστεί ως αναγκαιότητα για να αποφευχθεί η διάλυση της Ενωσης, με το δίλημμα στις χώρες της δεύτερης ταχύτητας να τίθεται ως εξής: παραμονή υπό όρους ή εξώθηση στην έξοδο. Η «προβληματική» και βαλλόμενη Γαλλία θα έχει ρόλο-κλειδί σε μια τέτοια διαδικασία, εφόσον η συμμετοχή της είναι sine qua non προϋπόθεση για το ξεκίνημα, στοιχείο που θα της προσφέρει διαπραγματευτικό ατού για ένα συμβιβασμό με τη Γερμανία γύρω από το πακέτο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, η εφαρμογή των οποίων προσκρούει στις αντιδράσεις μεγάλου μέρους της κοινωνίας. Θα καταφέρουν, άραγε, Παρίσι και Βερολίνο να γεφυρώσουν τις διαφορές τους και να συμφωνήσουν σε ένα μοντέλο και κυρίως σε τμηματική «ολοκλήρωση»; Θα δώσει πόντους μια τέτοια εξέλιξη στον Ολάντ έναντι των ευρωσκεπτικιστών; Ή μήπως ο Γάλλος πρόεδρος παρασυρθεί μακριά από τον ευρωπαϊκό πυρήνα ως απότοκο της βρετανικής αποχώρησης και του παράγοντα Λεπέν στο εσωτερικό; Το ενδιαφέρον στοιχείο εδώ είναι πως το Λονδίνο έπαιζε εξισορροπητικό ρόλο στις διαφορές του γαλλογερμανικού άξονα, στηρίζοντας το ελεύθερο εμπόριο που εξέφραζε τις θέσεις της Γερμανίας απέναντι στη μεγαλύτερη προστατευτικότητα που εμφανίζει η Γαλλία και από την άλλη ως ο σημαντικότερος εταίρος σε θέματα ασφάλειας και άμυνας έδινε «βάθος» στην τελευταία έναντι της πρώτης.
Πάντως, οι τελικές αποφάσεις θα έχουν μεν ως γνώμονα τη διατήρηση του στάτους μιας υπολογίσιμης δύναμης (όχι κάποιας που κλονίζεται από συνεχείς κλυδωνισμούς και εγχώριες κρίσεις), αλλά πολλά θα κριθούν από το πόσο «διαχειρίσιμη» ή μη θα αποδειχθεί, τελικά, η ζημιά από την έξοδο της Βρετανίας, τόσο για την ίδια όσο και την Ευρώπη.