Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Κάλλιο αργά παρά ποτέ, που ακούσαμε κάτι περισσότερο -όχι σε ευνοϊκές συνθήκες αλήθεια- για τις μαραθώνιες συνεδριάσεις του ΚΑΣ, εκεί όπου μετέχουν λαμπροί επιστήμονες όπως ο Μανόλης Κορρές, όπως μετείχαν στο παρελθόν οι σπουδαίοι, αείμνηστοι πλέον, Χαράλαμπος Μπούρας και Δημήτρης Κωνστάντιος. Η αποστολή του ΚΑΣ ήταν πάντα δύσκολη και εν πολλοίς απρόβλεπτη. Ενα καθαρά επιστημονικό συμβούλιο με γνωμοδοτικό χαρακτήρα, από τη μία, και μια πολιτική φυσική ηγεσία που καραδοκεί, από την άλλη. Στη μέση βρίσκεται, όπως πάντα, η σύγχρονη κοινωνία, με τις ανάγκες και τις απαιτήσεις της.
Οσοι έχουν καλύψει δημοσιογραφικά συνεδριάσεις του ΚΑΣ για μείζονα θέματα -το Ελληνικό δεν είναι ασφαλώς η πρώτη καυτή πατάτα που πέφτει στις πλάτες των μελών του- έχουν καταγράψει πολλές φορές σφοδρές διαμάχες και συγκρούσεις, όχι πάντα εκπορευόμενες από καθαρά επιστημονικές αιτιάσεις. Διότι και οι επιστήμονες άνθρωποι είναι, και μάλιστα πολιτικοποιημένοι. Ωστόσο, οι πιο δύσκολες περιπτώσεις δεν ήταν αυτές. Ηταν όταν είχαν «απέναντί» τους το μέσο πολίτη, καταλαβαίνοντας πολύ καλά ότι μια γνωμοδότησή τους θα έχει άμεσο αντίκτυπο στη ζωή τους. Από έναν ιδιοκτήτη διατηρητέου που δεν μπορεί να αλλάξει ούτε κουφώματα επειδή δεν το επιτρέπει η τοπική εφορία μέχρι έναν κάτοχο οικοπέδου που του απαλλοτρίωσαν το χωράφι επειδή βρήκαν αρχαία αλλά το κρατούν δεσμευμένο για δεκαετίες ολόκληρες χωρίς ποτέ να του καταβάλουν αποζημίωση. Μεγάλη ευθύνη. Σκεφτείτε τώρα αντίστοιχα διλήμματα όπου όμως το διακύβευμα μεγεθύνεται. Οπως έγινε στο μετρό της Αθήνας, όπως γίνεται στο μετρό που κάποτε θα κατασκευαστεί στη Θεσσαλονίκη. Οπως γίνεται τώρα στην επένδυση στο Ελληνικό. Οι διαδικασίες που προβλέπει ο νόμος είναι ξεκάθαρες, η ζωή όμως δεν είναι.
Δεν είναι η πρώτη φορά, λοιπόν, που οι αρχαιολόγοι μπαίνουν στο στόχαστρο. Δεν είναι εύκολο να πεις με μια κουβέντα ποιος έχει δίκιο ή άδικο, αν ο τάδε είναι ΣΥΡΙΖΑ ή Ν.Δ., αν ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων πρόσκειται στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή αν ο εκάστοτε γενικός γραμματέας/πρόεδρος του ΚΑΣ υπηρετεί τον υπουργό και όχι την επιστήμη του. Είναι προφανές πως όλα αυτά έχουν υπάρξει μεμονωμένα ή και συνυπάρξει στο παρελθόν και είναι ακόμα προφανέστερο πως η περίπτωση του Ελληνικού δεν αποτελεί εξαίρεση. Στην περίπτωση της κ. Βλαζάκη υπενθυμίζεται ότι αποτελεί επιλογή του πρώην υπουργού Νίκου Ξυδάκη, ενώ πολλοί τη συνδέουν όχι με τον ΣΥΡΙΖΑ ή την ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά με το ΠΑΣΟΚ. Κάποιοι της αποδίδουν και ιδιαίτερα κακές σχέσεις με τη σημερινή ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, ενώ άλλοι θυμήθηκαν ότι είχε ταχθεί με εκείνους που αμφισβητούσαν τη σπουδαιότητα της Αμφίπολης. Ομως, μάλλον όλα αυτά είναι γύρω από το θέμα και όχι το θέμα.
Μένει ώσπου να φύγει…
Τα ερωτήματα που αφορούν τόσο στην κ. Βλαζάκη όσο και όλους εκείνους που εμπλέκονται, από τους αρχαιολόγους μέχρι τους πολιτικούς και από τους συντηρητές έως τους δασάρχες και τους όψιμους ακτιβιστές, είναι άλλα: Σχεδόν 17 χρόνια μετά την παύση λειτουργίας του αεροδρομίου γιατί δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ποιος ακριβώς είναι ο χαρακτήρας της έκτασης; Γιατί δεν πίεσαν οι αρχαιολόγοι νωρίτερα να γίνει η κήρυξη του χώρου ώστε να γνωρίζει η κυβέρνηση τι ακριβώς διαπραγματεύεται με τον επενδυτή; Αλλά και τόσες δεκαετίες που λειτουργούσε το αεροδρόμιο δεν τους πείραζαν τα μπετοναρισμένα αρχαία και τα δάση;
Οι τεράστιες ευθύνες των σημερινών κυβερνώντων που πριν από λίγα χρόνια διοργάνωναν πορείες διαμαρτυρίας και φώναζαν πως δεν πωλείται το Ελληνικό αλλά σήμερα συγκαλούν έκτακτα συμβούλια για να δουν πώς θα επιταχύνουν είναι δεδομένες και προφανείς. Οπως και η πολιτική υποκρισία που διαπερνά τις αντιδράσεις τους. Οι ίδιοι βουλευτές που ψήφισαν την υλοποίηση της επένδυσης στη Βουλή φωνάζουν τώρα στο πλευρό των αρχαιολόγων. Αλλά ας δούμε τι ακριβώς ζητούν: Δεν ζητούν την προστασία των αρχαίων ή την τήρηση του αρχαιολογικού νόμου. Ζητούν την προστασία των διαδικασιών. Γι’ αυτό και υπενθυμίζουν το γνωμοδοτικό και όχι δεσμευτικό χαρακτήρα του ΚΑΣ και τονίζουν πως η επένδυση θα γίνει ανεξαρτήτως της απόφασης του Συμβουλίου. Το έχουν καταλάβει και οι πέτρες, ακόμα και οι αρχαίες…
Και μία σημείωση: Ποτέ άλλοτε στη μακρόχρονη ιστορία της παλαιότερης υπηρεσίας του ελληνικού κράτους, της Αρχαιολογικής, δεν έχει καταγραφεί τόσο εκκωφαντική απουσία υπουργού σε μια τόσο δύσκολη στιγμή όπως σήμερα με τη -μάλλον- υπουργό Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής