Γράφει η *Δέσποινα Κονταράκη
Μάλλον και οι μεν και οι δε έπεσαν θύμα της εθνικής μας υστερίας. Οι πρώτοι, γιατί στοχοποιήθηκαν από τους έξαλλους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ., που ήταν έξαλλοι όσο ήταν στην αντιπολίτευση, οι δεύτεροι επειδή πιάστηκαν στη φάκα της καλλιτεχνικής αδείας και της υπερβολής ενός δραματικού ηθοποιού και φλογερού κομμουνιστή. Βέβαια, όταν, αντί για θερμά χειροκροτήματα, το κοινό αντέδρασε με έντονες αποδοκιμασίες, ο ηθοποιός έσπευσε να ανασκευάσει τα κακώς κείμενα που ο ίδιος εκφώνησε. Μίλησε για την πολιτική προδοσία που οδηγεί τον ανθό της ελληνικής νεολαίας στο εξωτερικό και για το μαρασμό που απειλεί τη χώρα.
ΤΟ ΚΑΛΟ είναι ότι τον πιστεύουμε επειδή καταλάβαμε τι εννοούσε κατά βάθος. Δεν θα μπορούσε, άλλωστε, να εννοεί ότι όποιοι φεύγουν από τον τόπο τους τον αρνούνται και πρέπει να θεωρούνται ξένοι, γιατί θα ήταν σαν να αποκήρυσσε την ιστορία εκατομμυρίων Ελλήνων που στη διάρκεια του 20ού αιώνα μετανάστευσαν. Είτε ως πρόσφυγες πολέμου είτε ως πολιτικοί εξόριστοι είτε ως οικονομικοί μετανάστες. Το κακό είναι ότι πρέπει να συνεχίσουμε να ψάχνουμε για προδότες και ενόχους για να εκτονώσουμε την οργή μας.
ΤΟ ΟΤΙ Ο ΓΝΩΣΤΟΣ ηθοποιός και επί χρόνια βουλευτής του ΚΚΕ ήταν πάντα υπερβολικός είναι γνωστό. Γι’ αυτό και όλοι θυμήθηκαν τη συμμετοχή του στις αντιαμερικανικές εκδηλώσεις με αφορμή την επίσκεψη του Μπιλ Κλίντον στην Αθήνα και το συμβολικό λαϊκό δικαστήριο που στήθηκε στο Σύνταγμα για να κηρύξει ένοχο εγκλημάτων πολέμου τον Αμερικανό πλανητάρχη. Αν εκείνο ήταν τότε ένα πολιτικό θέαμα με τη συμμετοχή πολλών σημερινών υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ, οι τωρινές δηλώσεις του είναι η φυσική του συνέχεια. Για να είμαστε δίκαιοι, ωστόσο, αν το 1999 η πολιτική οργή εξαντλείτο σε συγκεντρώσεις του ΠΑΜΕ, το 2017 ο θυμός μοιάζει ανεξάντλητος.
ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΣΗΜΕΡΑ καταντήσαμε ένα έθνος οργισμένων και απελπισμένων πολιτών από την οικονομική πολιτική και τα Μνημόνια, που κάνουμε την τρίχα… τριχιά και σκοτωνόμαστε στα social media, όπως κάποτε μαλώναμε στα καφενεία, λίγο πιο άγρια βέβαια αφού μας ευνοεί η ανωνυμία. Οι μισοί αποκαλούν τους άλλους μισούς ρατσιστές, προδότες, ξεφτιλισμένους, διεφθαρμένους, συστημικούς και ό,τι άλλο τραβάει το θυμικό τους. Από το εθνικό ντελίριο της υπερβολής δεν εξαιρείται καμία κάστα. Ούτε οι πολιτικοί μας ούτε οι συνδικαλιστές μας ούτε οι καλλιτέχνες μας.
ΑΝ ΕΙΧΑΜΕ την ψυχραιμία να σκεφτούμε όλα αυτά που γίνονται γύρω μας, ίσως από όλη αυτή την κατάσταση να βγάζαμε και μερικά πολύτιμα συμπεράσματα που ίσως να μας έκαναν πιο ώριμους στο μέλλον. Ενα από αυτά είναι ότι πρέπει ως κοινωνία να πάψουμε πια να πιστεύουμε στους αστικούς μύθους. Οπως ότι οι έντεχνοι καλλιτέχνες θεωρούνται αυτοδικαίως ψαγμένοι, δίκαιοι και κοινωνικοί αγωνιστές. Αν ήταν έτσι, δεν θα ήταν η Αφροδίτη Μάνου εκείνη που επιτέθηκε στον «παράφρονα, σαδιστή παραπληγικό Αδόλφο Σόιμπλε». Αν ήταν έτσι, για προδότες που φεύγουν στο εξωτερικό δεν θα μιλούσε ο Καζάκος, αλλά ο Μαζωνάκης. Με την ίδια «τεχνογνωσία» θα πρέπει πια να έχουμε καταλάβει πως ούτε ο μύθος του ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς υφίσταται. Φρόντισαν γι’ αυτό οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ.
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΥΘΟΥΣ ας περάσουμε στην ιστορία που γράφεται στα χρόνια των Μνημονίων. Ναι, οι νέοι μας φεύγουν στο εξωτερικό κατά χιλιάδες, γιατί βλέπουν πως εδώ δεν έχουν πολλές ελπίδες. Ούτε για σοβαρές σπουδές ούτε για να βρουν εργασία αντίστοιχη των προσόντων και της ορμής τους. Αλλά δεν είναι μόνο οι μισθοί των 400 ευρώ και η κοινωνική παρακμή που τους φοβίζει. Ξεχάσαμε πως η νέα γενιά είναι μεγαλωμένη με ξένες γλώσσες και Erasmus, πως έχει γαλουχηθεί σε μια ανοιχτή, ενωμένη Ευρώπη, όπου οι πολίτες ταξιδεύουν, ερωτεύονται, σπουδάζουν και εργάζονται ελεύθερα. Δεν είναι προδότες, λοιπόν, απελευθερωμένοι είναι. Αυτά, βέβαια, πριν ο εφιάλτης της τρομοκρατίας χτυπήσει τον ευρωπαϊκό χώρο και πριν από το Βrexit και το ευρωφοβικό κύμα που γιγαντώνεται. Οπότε ας ανησυχούμε περισσότερο για τα παιδιά των σημερινών νέων που θα μεγαλώσουν σε μια φοβισμένη Ευρώπη…
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής