Γράφει η Δέσποινα Κονταράκη*
Αλίμονο αν περιμέναμε να βγουν μαχαίρια για να καταδικάσουμε τη συμπεριφορά του Ηλία Κασιδιάρη. Παρόλο που δεν είναι η πρώτη φορά που η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Χρυσής Αυγής πρωταγωνιστεί σε επεισόδια ή δυναμιτίζει συνεδριάσεις της Ολομέλειας καταπατώντας κάθε έννοια κοινοβουλευτικής διαδικασίας στο όνομα της δήθεν αλήθειας της, εν τούτοις κάθε φορά μοιάζει και χειρότερη από την προηγούμενη.
Κάποιοι είπαν πως δεν πρέπει πια να μας εκπλήσσουν τέτοια περιστατικά, υπενθυμίζοντας τη χειροδικία στη Λιάνα Κανέλλη από τον ίδιο βουλευτή, τη φραστική επίθεση στη Φωτεινή Πιπιλή ή άλλα παρόμοια επεισόδια. Ομως όταν σταματήσουμε να εκπλησσόμαστε και να σοκαριζόμαστε, θα είναι σαν να το έχουμε συνηθίσει. Και αν το συνηθίσουμε, θα είναι σαν να το ανεχόμαστε. Δεν πρέπει οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις του τόπου να επιτρέψουμε στη βία -σωματική, λεκτική, ψυχολογική- να μένει ατιμώρητη, είτε πρόκειται για επίθεση εντός του Κοινοβουλίου είτε εκτός αυτού.
Είτε πρόκειται για προσπάθεια τραμπουκισμού του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της αξιωματικής αντιπολίτευσης είτε κατά οποιουδήποτε πολίτη. Οπως το έθεσε ο ίδιος ο Νίκος Δένδιας, «η δημοκρατία που αποκαταστάθηκε δεν είναι δεδομένο αγαθό, είναι υποχρέωσή μας να το υπερασπίζουμε καθημερινά». Οφείλουμε να υπερασπιζόμαστε λέξεις, έννοιες και συμπεριφορές που γεννήθηκαν με τη δημοκρατία, όπως είναι ο διάλογος και η αυτοσυγκράτηση.
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
Το επεισόδιο με τον Ηλία Κασιδιάρη και τους χρυσαυγίτες βουλευτές στο Κοινοβούλιο μπορεί να μην είχε γροθιές και μπουνιές, αλλά είχε όλα τα υπόλοιπα στοιχεία που συνιστούν άσκηση βίας: Βίαιο σπρώξιμο του βουλευτή της Ν.Δ., τραμπουκισμό με τη ρίψη μπουκαλιών νερών εναντίον του από άλλους βουλευτές της Χ.Α., επιθετικό λόγο, ύβρεις και προσπάθεια εκφοβισμού.
Και, κυρίως, δεν ήταν μια αποσπασματική, τυχαία αντίδραση. Ηταν και είναι ο τρόπος που δρα και πολιτεύεται η Χρυσή Αυγή σε όλη τη διάρκεια της παρουσίας της: με δηλητηριώδη οργή. Αφήνω σκοπίμως τη δίκη που εξελίσσεται για τα τάγματα εφόδου, τη δολοφονία Φύσσα και όλες τις υποθέσεις που οδήγησαν στην απόδοση κατηγοριών για εγκληματική οργάνωση, καθώς η Δικαιοσύνη έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο της τελικής ετυμηγορίας.
Ωστόσο, εδώ θα πρέπει να αναλογιστούμε και τις ευθύνες όλων εκείνων που συστηματικά και δόλια υπέσκαπταν την αξιοπιστία και αμφισβητούσαν τη δημοκρατικότητα του πολιτικού κόσμου, ισοπεδώνοντας και εξομοιώνοντας συλλήβδην κόμματα, πρόσωπα και ιστορίες. Εκείνων που μιλούσαν για χούντα αναφερόμενοι σε νόμιμα εκλεγμένες κυβερνήσεις. Που προσπαθούσαν να πείσουν πως όλοι είναι το ίδιο, εκτός από «εκείνους», θρέφοντας με τις σάρκες τους το θηρίο του θυμού.
*Η Δέσποινα Κονταράκη είναι αρχισυντάκτρια του Ελεύθερου Τύπου
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου