Όπως είναι ήδη γνωστό, στην Ελλάδα υπάρχουν πέντε είδη οχιάς: ο αμμοδύτης (κοινή οχιά), ο αστρίτης, η οχιά της Πίνδου, η οχιά της Μήλου και η Οθωμανική οχιά, ενώ στην Κύπρο εντοπίζεται η Κυπριακή οχιά που αποκαλείται “Φίνα”. «Μέχρι το 2014, η Ελλάδα –όπως και πολλές άλλες Ευρωπαϊκές χώρες – προμηθεύονταν ενδοφλέβιο αντι-οφικό ορό παρασκευσμένο από το Ινστιτούτο Ανοσολογίας του Ζαγκρεμπ στην Κροατία, ο οποίος παρ’ ότι είχε αναπτυχθεί ενάντια στο δηλητήριο του αμμοδύτη κάλυπτε ικανοποιητικά και τα υπόλοιπα είδη οχιάς που ζουν στην Ελλάδα. Όμως, οι αλλαγές το 2014 στην ρυθμιστική νομοθεσία για την εφαρμογή των Κανόνων Ορθής Βιομηχανικής Πρακτικής που έθεσε η ΕΕ, έβγαλαν εκτός αγοράς τον συγκεκριμένο προμηθευτή, με αποτέλεσμα έκτοτε η χώρα μας να στραφεί στην προμήθεια άλλων, αρκετά ακριβότερων, ενδοφλέβια χορηγούμενων αντι-ορών.
Τελευταία, η διαρκώς μειούμενη διαθεσιμότητα σε Ευρωπαϊκό επίπεδο ενδοφλέβια χορηγούμενων ορών, είχε σαν αποτέλεσμα την αναζήτηση εναλλακτικών ενδομυϊκά χορηγούμενων ορών, από τη Βουλγαρία. Το συγκεκριμένο σκεύασμα, σαφώς φθηνότερο, χορηγείται ενδομυϊκά, και παρ’ όλο που προστατεύει ικανοποιητικά, δεν υποστηρίζει τις “στάγδην βραδέως” θεραπευτικές πρακτικές αντιμετώπισης δηγμάτων φιδιών στα νοσοκομεία, όπως το προηγούμενο ενδοφλέβιο σκεύασμα», εξήγησε στον ΕΤ, ο υποψήφιος διδάκτορας του Τμήματος Βιολογίας ΑΠΘ, Θωμάς Δάφτσιος. Κρατώντας μία… κοινή οχιά στα χέρια και τοποθετώντας την με τρόπο ώστε να δαγκώσει στο χείλος ενός μικρού δοχείου καλυμμένου με ειδική ζελατινώδη μεμβράνη για να εγχύσει το δηλητήριό της, πρόσθεσε ότι το εργαστήριο Ζωϊκής Ποικιλότητας του Τμήματος Βιολογίας ΑΠΘ, μαζί με το επιστημονικό προσωπικό της Μονάδας Εμβολίων του Ελληνικού Ινστιτούτου Παστέρ, ανέλαβαν την πρωτοβουλία να εκκινήσουν την έρευνα για την παραγωγή ενδοφλέβιου αντιοφικού ορού και για τα έξι είδη οχιάς που απαντώνται σε Ελλάδα και Κύπρο. «Στόχος μας είναι να φτιαχτούν ένα ή δύο τέτοια σκευάσματα που θα προσφέρουν ευρεία κάλυψη. Βέβαια αναζητούνται ακόμη τα χρηματοδοτικά εργαλεία για την επιτυχή ολοκλήρωση της προσπάθειας, αλλά έχουμε καταφέρει να μειώσουμε σημαντικά το ερευνητικό κόστος αφού μπορούμε αντί να προμηθευόμαστε, να εξάγουμε οι ίδιοι από τα διαφορετικά είδη οχιάς το πολύτιμο δηλητήριο. Πραγματοποιούμε εντατικές δειγματοληψίες σε όλες τις περιοχές της χώρας που απαντώνται είδη οχιάς, τις εντοπίζουμε και παίρνουμε το δηλητήριο ώστε να αξιοποιηθεί για την έρευνα», τόνισε.
Πέντε πολύτιμες διατροφικές συμβουλές για ασθενείς με οστεοαρθρίτιδα
Στο μεταξύ, σε εξέλιξη βρίσκεται μεγάλη έρευνα προκειμένου να διαπιστωθεί επιστημονικά ποιο από τα έξι είδη οχιάς σε Ελλάδα και Κύπρο, διαθέτει το ισχυρότερο δηλητήριο. «Αν και η απάντηση είναι δύσκολη καθώς ακόμη δεν έχουν ολοκληρωθεί όλες οι βιοχημικές αναλύσεις, τα πρώτα στοιχεία φαίνεται να αναδεικνύουν αυτό που υποψιαζόμασταν βάσει των στατιστικών θνησιμότητας από δαγκώματα διαφορετικών ειδών οχιάς. Ότι δηλαδή ο αμμοδύτης –ή πιο απλά η κοινή οχιά- είναι το είδος με το πιο ισχυρό δηλητήριο “σταγόνα προς σταγόνα”, υπογράμμισε. Διευκρίνισε επίσης, ότι το δηλητήριο μίας οχιάς είναι σαν ένα κοκτέιλ, αφού περιέχει δεκάδες διαφορετικές βιοδραστικές ουσίες (όπως πρωτεΐνες) και ότι η μέχρι τώρα έρευνα του εργαστηρίου έχει επιτρέψει την ανίχνευση τους μεν αλλά όχι και την σε βάθος μελέτη των λειτουργιών τους σε μοριακό επίπεδο. «Αυτή η διαδικασία έρχεται σε επόμενο στάδιο της έρευνας όπου οι διαφορετικές τοξίνες θα πρέπει να μελετηθούν μεμονωμένα ώστε να εξακριβωθεί εάν και σε τι βαθμό μπορεί να φανούν χρήσιμες για την παραγωγή φαρμάκων», ανέφερε.
Πάντως, ο κ. Δάφτσιος επιχείρησε να… απομυθοποιήσει την οχιά και κυρίως να αποχρωματίσει την εικόνα που έχει η κοινή γνώμη απέναντί της. «Η οχιά δεν έχει κανένα απολύτως λόγο να επιτεθεί στον άνθρωπο και θα δαγκώσει μονάχα εάν πιαστεί ή απειληθεί πολύ έντονα.
Και σε αυτές τις περιπτώσεις όμως οι πιθανότητες είναι πως το δάγκωμα θα είναι “στεγνό” και δεν θα υπάρξει καθόλου έγχυση δηλητηρίου. Βλέπετε, ο βιολογικός ρόλος του δηλητηρίου δεν είναι αμυντικός. Έχει εξελιχθεί ώστε να βοηθάει την οχιά να ακινητοποιεί το θήραμά της (έντομα και τρωκτικά) πριν διαφύγει σε μεγάλη απόσταση και να μπορέσει τελικά να το πέψει. Σημειωτέων πως τα δαγκώματα από οχιά στην Ελλάδα σε ετήσια βάση είναι ελάχιστα και η θνησιμότητα μικρότερη του 0,4% ενώ αντιμετωπίζονται ικανοποιητικά και αποτελεσματικά, εφόσον το θύμα αναζητήσει ιατρική βοήθεια.
Παράλληλα με όλα τα παραπάνω όμως, πρέπει να μην ξεχνάμε τον εξαιρετικά σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν οι οχιές ως αναπόσπαστο κομμάτι του πλέγματος της βιοποικιλότητας. Τυχόν απουσία τους θα διαταράξει την ισορροπία στο εκάστοτε οικοσύστημα, ενώ παράλληλα θα χάσουμε και μία πολύ σημαντική πηγή βιολογικά δραστικών ουσιών -το δηλητήριο- πριν προλάβουμε να το μελετήσουμε ανακαλύπτοντας τυχόν μυστικά που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε φαρμακευτικά σκευάσματα και θεραπείες. Είναι γεγονός πως δύο εκ των πέντε ειδών οχιάς της χώρας έχουν χαρακτηριστεί εδώ και χρόνια ως “Κινδυνεύοντα” με εξαφάνιση, η οχιά της Πίνδου και η οχιά της Μήλου. Η μείωση των πληθυσμών τους έχει ήδη ορατές επιπτώσεις. Παραδειγματικά, στη Μήλο που το ενδημικό είδος οχιάς έχει υπάρξει και επικηρυγμένο στο παρελθόν και τώρα απειλείται με εξαφάνιση, οι κάτοικοι κάνουν λόγο για έξαρση στους αριθμούς των τρωκτικών που πλέον είναι ορατοί να βολτάρουν ανενόχλητοι στους δρόμους, δίχως φόβο», υπογράμμισε.
Συνοψίζοντας, οι οχιές αντιμετωπίζονται άλλοτε με θαυμασμό και άλλοτε με αποστροφή. Γεγονός όμως παραμένει το ότι μας προσφέρουν μία ποικιλία ουσιών που μπορούν να αποβούν φαρμακευτικά χρήσιμες, ενώ οι ίδιες μας προσφέρουν την πρώτη ύλη για το αντίδοτο απέναντι στο δάγκωμά τους.