Γράφει ο Μ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ (Καθηγητής Λαογραφίας / Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας Κοσμήτορας της Σχολής Κλασικών και Ανθρωπιστικών Σπουδών του ΔΠΘ)
Ο κύκλος των κινητών εορτών του Πάσχα αρχίζει από τις απόκριες και φτάνει ως την Δευτέρα του αγίου Πνεύματος, μετά την Πεντηκοστή. Καθώς μάλιστα εντάσσεται χρονικά στην άνοιξη, χαρακτηρίζεται για μια σειρά συμφυρμών προς αρχέγονες λατρευτικές δοξασίες και τελετουργικές πρακτικές, οι οποίες έχουν ενταχθεί στο πλαίσιο της ελληνορθόδοξης λαϊκής λατρείας και παραδοσιακής θρησκευτικής συμπεριφοράς του ελληνικού λαού, και δίνουν στις γιορτές αυτές τον ιδιαίτερο εθιμικό τόνο τους.
Από την πλευρά του ετήσιου λαϊκού εορτολογικού κύκλου, η άνοιξη αποτελεί μια οριακή και μεταβατική περίοδο. Το πέρασμα από την αφορία του χειμώνα στην ανοιξιάτικη βλάστηση, σημαδεύεται από μια σειρά πανάρχαιων εθίμων, που κατά κανόνα ανήκουν στον κύκλο της σποράς και της βλάστησης, ορισμένα από τα οποία έχουν ενταχθεί και στο λαϊκό εορτολόγιο των ορθοδόξων λαών της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Κι αυτά συνδυάζονται με την κατάνυξη των ακολουθιών στους ναούς, την προσδοκία της Ανάστασης του Χριστού και τον εκρηκτικό εορτασμό της από τους ανθρώπους, που στην αναστάσιμη πορεία Του βλέπουν και την δική τους ελπίδα να νικήσουν με κάποιο τρόπο τον θάνατο, να μην χαθούν ολοκληρωτικά.
Γι’ αυτό και στα πασχαλινά έθιμα κυριαρχούν οι εθιμικές χαρές αλλά και οι πένθιμες ώρες που αφιερώνονται στους νεκρούς και στις ψυχές τους, όπως συμβαίνει λ.χ. με τα Ψυχοσάββατα. Είναι άλλωστε πανάρχαια η εντύπωση ότι το χθόνιο είναι ταυτοχρόνως και γονιμικό, ότι δηλαδή ό,τι σχετίζεται με τους νεκρούς και τις ψυχές του έχει άμεση σχέση με την άνθιση, την ευφορία και την καρποφορία της γης, σύμφωνα με την εξομοίωση του σπόρου που πέφτει στη γη και κατόπιν καρπίζει με το νεκρό, ο οποίος θάβεται στο χώμα για να αναστηθεί.
Στον κύκλο αυτών των αντιλήψεων έχουν την ρίζα τους και οι θρησκευτικές ιδέες που σχετίζονται με τον νέο θνήσκοντα και αναστημένο θεό, οι οποίες υπάρχουν σε πολλούς λαούς της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου και της Εγγύς Ανατολής, εκεί δηλαδή όπου πρωτοδημιουργήθηκε και άνθισε ο ανθρώπινος πολιτισμός. Σύμφωνα μάλιστα με μια άποψη, οι ιδέες αυτές, που καθορίζουν τον εθιμικό χαρακτήρα της άνοιξης, δημιουργήθηκαν ήδη κατά την πρώϊμη νεολιθική περίοδο, τότε που ο άνθρωπος εγκαταστάθηκε μόνιμα σε έναν τόπο και από τροφοσυλλέκτης έγινε τροφοπαραγωγός, καθώς απαντούν μεταφυσικά στις αναζητήσεις και τις αγωνίες μιας κατά βάση αγροτοκτηνοτροφικής ανθρώπινης κοινωνίας.
Μια σειρά από διαβατήρια έθιμα και μεταβατικές τελετουργίες χαρακτηρίζουν τους ανοιξιάτικους εορτολογικούς σταθμούς, οι οποίοι κατά κανόνα περιστρέφονται γύρω από τον κινητό κύκλο των εορτών του Πάσχα, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε, αρχίζει με την Αποκριά και τελειώνει με την Πεντηκοστή και την Κυριακή των Αγίων Πάντων. Οι Αποκριές με το εθιμικό τους ξέσπασμα, τον ανάποδο κόσμο τους και την εθιμική αθυροστομία τους – η οποία αρχικά είχε γονιμικό χαρακτήρα, μετά απέκτησε μυητική λειτουργικότητα και κατέληξε να γίνει πάνδημο πείραγμα – αλλά και η Σαρακοστή με τον ιερό χαρακτήρα της και την αποχή από τροφές και διασκεδάσεις, προετοιμάζουν τον πιστό για την χαρά και την ευωχία του Πάσχα.

Ιδιαίτερη εαρινή γονιμική σημασία αποκτά, στο πλαίσιο αυτό, ο Λάζαρος, την ανάσταση του οποίου τιμά η Εκκλησία το τελευταίο Σάββατο της Σαρακοστής, πριν την Κυριακή των Βαΐων, αλλά και ο λαός με μια σειρά φυτομορφικών μεταμφιέσεων, μιμικών αναπαραστάσεων ανάστασης και ευετηρικών γυναικείων αγερμών. Τα λαϊκά αυτά δρώμενα φανερώνουν την άμεση σύνδεση του λαϊκού εορτολογίου της άνοιξης με την γονιμότητα της φύσης και την οργιαστική βλάστηση της εποχής. Την άμεση σχέση των εορτών αυτών με την φύση και τον κύκλο της φανερώνουν οι εθιμικές λιτανείες της Διακαινησίμου Εβδομάδος, που κυκλώνουν και καθαγιάζουν τον ζωτικό οικονομικό χώρο εκμετάλλευσης κάθε παραδοσιακής κοινότητας, ως τελετές ανακαίνισης της ιερότητας της φύσης και της τελετουργικής σχέσης του ανθρώπου με αυτήν, έννοιες που έχουν χαθεί υπό το βάρος της τεχνολογικής ανάπτυξης και λόγω της ανθρώπινης αλαζονείας που αυτή προκαλεί και υποστηρίζει. Την ίδια μάλιστα σχέση του ανθρώπου με τη φύση και τη πρωταρχική μάνα γη ανανεώνουν τελετουργικά παραδοσιακά ανοιξιάτικα παιχνίδια, όπως η πασχαλινή κούνια, με τις ποικίλες κοινωνικές συνδηλώσεις της, αλλά και τα αθλητικά αγωνίσματα των παραδοσιακών κοινωνιών.
Στο ίδιο πλαίσιο κινούνται και οι ανοιξιάτικοι εθιμικοί άνθινοι στολισμοί, είτε είναι στα πλαίσια της εκκλησιαστικής λατρείας (στόλισμα επιταφίου και εικόνων με λουλούδια, βάγια και δάφνες της Κυριακής των Βαΐων, λεμονόφυλλα ή νερατζόφυλλα της πρωινής λειτουργίας του Μεγάλου Σαββάτου κ.λπ.), είτε εκφράζουν μια φυσική ιερότητα, όπως τα στεφάνια της Πρωτομαγιάς. Με τους ανοιξιάτικους αυτούς στολισμούς, ο άνθρωπος επιδιώκει να πάρει τελετουργικά την δύναμη και την θαλερότητα της φύσης, σε μια εποχή που αυτή είναι κατεξοχήν ορατή και αντιληπτή, για την πορεία του μέσα στο χρόνο, ως και την άνοιξη του επόμενου έτους.
Ακόμη και στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον, με τις εθιμικά καθιερωμένες ανοιξιάτικες εξόδους των αστών προς την ύπαιθρο, επιδιώκεται η τελετουργική μεταφορά της δύναμης της φύσης στον δομημένο χώρο, στο ανθρωπογενές περιβάλλον της φύσης, ως μια ανάμνηση της παλαιότερης αγροτοκτηνοτροφικής καταγωγής των αστικών πληθυσμών μας. Παρόμοια γονιμική σημασία λαμβάνει και ο πάνδημος εορτασμός του προστάτη των ποιμένων αγίου Γεωργίου (23 Απριλίου ή την Δευτέρα του Πάσχα), οπότε και ευλογούνται τα βασικά είδη της παραδοσιακής μεσογειακής διατροφής μας, το γάλα και τα ποικίλα γαλακτοκομικά προϊόντα.

Τρία είναι τα βασικά δομικά χαρακτηριστικά των παραδοσιακών ελληνικών πασχαλινών θρησκευτικών τελετουργιών, η πασχαλινή και πανηγυρική θεία λειτουργία, η περιφορά των εικόνων γύρω από το χωριό και ο τελετουργικός, συνήθως χωρίς μουσικά όργανα και επαγγελματίες μουσικούς, χορός στην πλατεία του ναού ή του χωριού, συνηθέστατα γύρω από κάποιο μεγάλο και παμπάλαιο δένδρο, που αποκτά εμβληματική υπόσταση για τη συγκεκριμένη κοινότητα.
Παρόμοιες λιτανείες εικόνων, την Δευτέρα ή την Τρίτη του Πάσχα, σπανιότερα δε άλλες μέρες της Διακαινησίμου, όπως η Παρασκευή εορτή της Παναγίας Ζωοδόχου Πηγής, έχουμε διάσπαρτές σε όλο τον ελληνικό και γενικότερα τον ορθόδοξο βαλκανικό χώρο. Οι λιτανείες αυτές αποσκοπούν στην μετάδοση της ευλογίας και του αγιασμού του Πάσχα σε όλη την περιφέρεια του οικισμού, όχι μόνο στον δομημένο χώρο, αλλά και στον χώρο οικονομικής εκμετάλλευσης και δραστηριοποίησης των κατοίκων, στα χωράφια και τα ποιμνιοστάσια κάθε χωριού. Συχνά μάλιστα συνδυάζονται με την τελετουργική πρακτική του εξαγιασμού παλαιών δένδρων, δια της τελετουργικής τοποθέτησης σε αυτά αγιασμένου άρτου από τον ιερέα, το γνωστό «ύψωμα» των δένδρων.
Για τα σαρακοστιανά, μεγαλοβδομαδιάτικα και πασχαλινά ελληνικά λαϊκά θρησκευτικά έθιμα, και τις ανάλογες λαϊκές θρησκευτικές τελετουργίες, πολλά έχουν γραφτεί, είτε σε επίπεδο συλλογής υλικού, είτε στο πλαίσιο της ελληνικής και ξένης επιστημονικής λαογραφικής βιβλιογραφίας. Πολλές είναι επίσης και οι σχετικές λογοτεχνικές αναπαραστάσεις και αναφορές, από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη ως και αρκετούς από τους σύγχρονους πεζογράφους και ποιητές μας. Όλα όμως συγκλίνουν στην παραδοχή ότι πρόκειται για την μεγαλύτερη γιορτή μας, που έρχεται στην πιο σπουδαία και μεγάλη ώρα της φύσης, την οποία αποζητούμε πάντα με ελπίδα και προσδοκία.