Υπάρχει, όμως, και μια σπάνια κατηγορία ανθρώπων για τους όποιους το ρολόι σταματάει να λειτουργεί αυτή την ημέρα. Ο χρόνος παγώνει, καθώς οι λέξεις αναζωπυρώνονται μέσα τους ως βιώματα ψυχής. Και αν δεν τους ρωτήσετε, ούτε που θα αντιληφθείτε ότι μπορεί να αποκαλούν τους πρωταγωνιστές του χθες με το μικρό τους όνομα.
Είναι οι άνθρωποι που δεν έπαψαν τα τελευταία 42 χρόνια να κουβαλούν το βάρος της ιστορίας. Για αυτούς η 17 Νοέμβρη δεν είναι ούτε ημέρα μνήμης ούτε εορτή, είναι «προσωπική» υπόθεση. Το EThe Magazine του EleftherosTypos.gr βρήκε έναν από αυτούς.
Η κυρία Κατερίνα Γεωργάκη είναι ένας άνθρωπος που ίσως γνωρίζει αυτό το συναίσθημα. Για αυτήν ο χρόνος σταμάτησε τα χαράματα ενός πρωινού στην Κέρκυρα, όταν το ημερολόγιο έγραφε 19 Σεπτεμβρίου του 1970.
«Είναι τελείως προσωπική για εμένα αυτή η ιστορία. Ο αγώνας του Πολυτεχνείου και όσα προηγήθηκαν είναι όχι απλώς προσωπικό αλλά και οικογενειακό. Μας άγγιξε πολύ αυτή η εποχή με τα βιώματα και τα γεγονότα της, ιδιαίτερα τον πατέρα μου, ο οποίος πέθανε με αυτό τον καημό».
Το υπνοδωμάτιο της βρίσκονταν δίπλα στο σαλόνι και η νεαρή τότε φοιτήτρια σηκώθηκε πρώτη μες τη νύχτα για να απαντήσει ένα απρόσμενο τηλεφώνημα, το οποίο έμελλε να της αλλάξει για πάντα την ζωή. Πάγωσε και όπως θυμάται της έπεσε το τηλέφωνο από το χέρι. Ο πατέρας της, ο οποίος σηκώθηκε με μια μικρή καθυστέρηση, έσπευσε να το σηκώσει, αλλά δυσκολεύτηκε εξίσου να πιστεύσει το άκουσμα των νέων.
Όπως έγραψαν αργότερα οι εφημερίδες, ο 22χρονός γιος του, ο Κώστας Γεωργάκης, «Κάηκε σαν Λαμπάδα για την Δημοκρατία». Ήταν 3 τα ξημερώματα στην πλατεία Ματεότι της Γένοβας, όταν ο νεαρός Κερκυραίος φοιτητής έστειλε το δικό του μήνυμα σε όλη την Ευρώπη. Λούστηκε με βενζίνη και δεν δίστασε να ανάψει το σπίρτο.
Ο Γεωργάκης ήταν ο μοναδικός που αυτοκτόνησε σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την Χούντα. Μια ενέργεια η οποία διεθνοποίησε το ελληνικό πρόβλημα και την οποία πολλοί θεωρούν ως προάγγελο του μετέπειτα φοιτητικού ξεσηκωμού και της εξέγερσης του Πολυτεχνείου.
Μάλιστα ο Νικηφόρος Βρεττάκος αποθανάτισε την θυσία του φοιτητή με το ποίημα του «Η Θέα του Κόσμου», του οποίου οι στοίχοι αναφέρουν «ήσουν η φωτεινή περίληψη του δράματος μας. Στην ίδια λαμπάδα τη μία, τ’ αναστάσιμο φως κι ο επιτάφιος θρήνος μας».
Δημήτρης Μαμαλούκας στον ΕΤ: «Η ελπίδα αντίβαρο στον φόβο του θανάτου»
Στην θέα όμως του φλεγόμενου νέου ο κόσμος διχάστηκε. Για την Χούντα αντιπροσώπευε τον κίνδυνο ενός ξεσηκωμού που έπρεπε να λογοκριθεί άμεσα. Έπασχε από «κατάθλιψη και ψυχολογική αστάθεια» είπε το πόρισμα του τότε ελληνικού προξενείου. Για τους αγωνιστές, ο Γεωργάκης έγινε το σύμβολο της θυσίας και της αυταπάρνησης στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Σήμερα πάλι ορισμένοι μπορεί και να αγνοούν το όνομα του, ενώ οι πιο κυνικοί εξακολουθούν να διατηρούν επιφυλάξεις και ερωτηματικά για αυτή του την ενέργεια.
Για την Κατερίνα Γεωργάκη όμως, τους εκλιπόντες γονείς της και τον μικρό της αδελφό, αυτά όλα αποτελούν τα μικρά γράμματα της ιστορίας. Όπως άλλωστε συνήθιζε ο πατέρας της να λέει αυτή την ημέρα, «χάσαμε τον Κώστα, το καλύτερο παιδί».
Πως θυμάστε τον αδελφό σας και ποία ήταν η σχέση που είχατε;
Επειδή η διαφορά ηλικίας μας ήταν κάτι μήνες, ήμασταν πάντα μαζί. Μαζί στις ξένες γλώσσες, μαζί στην μουσική, μαζί πηγαίναμε παντού. Ο άλλος μου ο αδελφός ήταν πιο μικρός, οπότε δεν είχαμε την ίδια επικοινωνία. Τον βλέπαμε πιο τρυφερά. Με τον Κώστα όμως μοιραζόμασταν τα πάντα: τα μυστικά μας, ότι καινούργιο μαθαίναμε. Όταν ασχολήθηκε ο αδελφός μου με την δημοσιογραφία στο σχολείο με έβαλε και του έγραψα και εγώ κάτι και το δημοσίευσε. Είχαμε πάρα πολύ στενή σχέση, για αυτό και δεν το έχω ξεπεράσει ποτέ αυτό που έχει συμβεί. Και ναι μεν για τους άλλους μπορεί να είναι μια θυσία, για έμενα όμως είναι η έλλειψη του αδελφού μου όλα αυτά τα χρόνια. Πάντα μου έλλειπε και πάντα εξακολουθεί να μου λείπει καις ας έχουν περάσει τόσα πολλά χρόνια.
Όταν εκδηλώθηκε το πραξικόπημα ποία ήταν η πρώτη αντίδραση του αδελφού σας;
Εγώ τότε ήμουν φοιτήτρια στις αρχές στο πανεπιστήμιο και μέναμε κάπου στον Υμηττό στην Αθήνα. Όταν έγινε το πραξικόπημα ήταν παραμονές Πάσχα και είχαμε βγάλει εισιτήριο για Κέρκυρα. Πράγμα το οποίο αναγκαστήκαμε να αναβάλουμε για δύο μέρες. Την επόμενη μέρα με πήρε τηλέφωνο ο πατέρας μου και άρχισε να μου διαμαρτύρεται για τον αδελφό μου. «Μου λέει να κάνω επανάσταση στην Κέρκυρα. Τι να κάνω εγώ ηλικιωμένος άνθρωπος που είμαι, τι να κάνω μόνος μου; Μου λέει ότι όλοι οι Έλληνες πρέπει να αντιδράσουμε και δεν έχει κάνει κανένας τίποτα». Μάλιστα εκείνο το βράδυ, ο αδελφός μου με κάτι φίλους του έφτιαξε μικρά πλακάτ με γομολάστιχα. Πήγαν και τα πέταξαν στο Φρούριο, στο οποίο υπήρχε τότε στρατός στην Κέρκυρα.
Στα τελευταία χρόνια της οικονομικής κρίσης που διανύουμε γίνεται μια προσπάθεια να αποδομηθεί η εικόνα του Πολυτεχνείου και του αντιδικτατορικού αγώνα. Πως σας κάνει αυτό να αισθάνεστε;
Νοιώθω πάρα πολύ άσχημα με αυτή την ιστορία γιατί πράγματι μπορεί κάποιοι να επωφελήθηκαν. Και πράγματι μπορεί να κατέλαβαν θέσεις είτε τους άξιζαν είτε όχι. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι τα παιδιά τα οποία βρέθηκαν μέσα στο Πολυτεχνείο ήταν τα άτομα τα οποία δημιούργησαν την κρίση. Θα έλεγα η κρίση περισσότερο έγινε από αυτούς οι οποίοι επί δεκαετίες αμαυρώνουν την Ελλάδα με την έννοια ότι όταν η Ελλάδα χρειάζεται τα χρήματα τους, αυτοί τα βγάζουν στο εξωτερικό και προσπαθούν να κερδίσουν περισσότερα. Δεν νομίζω ότι η γενιά του Πολυτεχνείου ευθύνεται για όλα αυτά και είναι ντροπή σε όσους προσπαθούν να το παρουσιάσουν με αυτό τον τρόπο. Και φοβάμαι ότι περισσότερο θα πρέπει να ενοχοποιήσουμε κάποιους οι οποίοι δεν κατόρθωσαν να προσφέρουν τίποτα στο πολυτεχνείο. Όπως συνέβαινε πάντα δηλαδή. Όπως στην κατοχή οι δωσίλογοι κατόρθωσαν να αποκτήσουν και τα περισσότερα χρήματα και την μεγαλύτερη κοινωνική επιφάνεια, το ίδιο συμβαίνει τώρα με αυτούς που κατηγορούν.
Είναι το μήνυμα του Πολυτεχνείου επίκαιρο στις μέρες μας;
Είναι πάρα πολύ επίκαιρο από όλες τις πλευρές. «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία» είναι τα πάντα. Μπορεί σήμερα να μην μας λείπει η ελευθερία έκφρασης στην Ελλάδα, αλλά το ψωμί και η παιδεία παραμένουν επίκαιρα θέματα όταν υπάρχει ένας πάρα πολύ μεγάλος αριθμός ανέργων και ένας πάρα πολύ μεγάλος αριθμός φτωχών. Και όταν προσπαθούν να μας κάνουν όλους φτωχούς αντί να ανεβάσουμε κάπως το επίπεδο μας. Διότι κάθε μέρα μας κόβουν. Εγώ τώρα βρίσκομαι στην σύνταξη και βλέπω το μισθό μου ότι ήδη φτάνει λιγότερο από το μισό. Τη στιγμή που εμείς και τα επικουρικά μας ταμεία πληρώναμε και την εφορία μας πληρώναμε και είμαστε οι μόνοι οι οποίοι δεν κλέψαμε ποτέ ως δημόσιοι υπάλληλοι. Δεν κλέψαμε εμείς την εφορία όπως γινόταν επί χρόνια από κάποιους. Και φυσικά το ψάρι βρομάει από το κεφάλι. Όλα ξεκίνησαν- η κλεψιά, οι ατασθαλίες- όλα ξεκίνησαν από την κεφαλή, από ψηλά.
Πως θα θέλατε οι νέοι να θυμούνται τον αδελφό σας;
Σαν ένα παιδί, σαν κι αυτούς, που σε κάποια στιγμή της ζωής του κατάλαβε ότι έπρεπε να κάνει κάτι για να μπορέσουν οι συνάνθρωποι του να ζουν ελεύθερα και με αξιοπρέπεια.
Τελικά οι θυσίες των νέων ανθρώπων οδηγούν σε κάποιο αποτέλεσμα;
Κοιτάξτε θα έλεγα ότι θα ήθελα να δω την νέα γενιά να αντιδρά και να συμμετέχει στους αγώνες, αλλά δεν νομίζω ότι θα καταφέρουν τίποτα. Δηλαδή έχω τόσο πολύ απογοητευτεί και ξέρετε με το Facebook μιλάω με πολλούς μαθητές μου και ειλικρινά τους βλέπω ότι…δεν θα ήθελα να επαναληφθεί κάτι σαν αυτό που συνέβη στον αδελφό μου γιατί βλέπω ότι τελικά δεν ωφέλησε.
Όχι ότι δεν έφερε τίποτα, αλλά σίγουρα δεν έφερε το αποτέλεσμα για το οποίο θυσιάστηκε ο αδελφός μου.
Πως συνηθίζετε να περνάτε αυτή την ημέρα (17 Νοέμβρη);
Συνηθίζω αυτή την ημέρα να πηγαίνω και στο νεκροταφείο. Ακριβώς γιατί νιώθω αυτή την ανάγκη να είμαι κοντά στον αδελφό μου.
Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Τελικά πιστεύετε ότι ο χρόνος γιατρεύει;
Όχι ποτέ, δεν το πιστεύω. Όχι, πιστεύω ότι απαλύνει τον πόνο, πιστεύω ότι σου αφήνει κάποιες ευχάριστες στιγμές που μπορεί να ξεχάσεις, αλλά στο βάθος υπάρχει πάντα αυτή η πληγή η οποία δεν κλείνει ποτέ. Λέω να μην τύχει σε κανέναν γονέα να φύγει μετά το παιδί του. Το εύχομαι δηλαδή με όλη μου την καρδία γιατί έχω και εγώ μια κόρη και κάθε φορά που ταξιδεύει μετά από αυτό που συνέβη με τον αδελφό μου δεν μπορώ να ακούσω να χτυπάει το τηλέφωνο.
Ταράζομαι κάθε φορά γιατί ήμουν εγώ που σήκωσα το τηλέφωνο για να μάθω το δυσάρεστο νέο και δεν έχει σταματήσει μέχρι τώρα να μου συμβαίνει το ίδιο.