Τι θα δούμε στον «Επιθεωρητή» στο θέατρο Γκλόρια;
Βασικά είναι μία πρόταση πάνω στο έργο. Το έχουμε φέρει πολύ στο σήμερα, πολύ στο τώρα. Εχουμε κάνει μια μεταφορά της Ρωσίας του τότε στη Ρωσία του σήμερα με έναν τρόπο συνδυαστικό, μιλώντας φυσικά για όλο τον κόσμο με αφορμή το τι συμβαίνει στη Ρωσία του σήμερα.
Εσύ ποιον υποδύεσαι στην παράσταση;
Εγώ κάνω τον Ιβάν Χλεστακόφ, έναν τυχοδιώκτη που βρίσκεται τυχαία στο χωριό που εκτυλίσσεται η ιστορία. Τον θεωρούν όλοι επιθεωρητή κι αυτός βρίσκεται εκεί γιατί έχει χάσει τα χαρτιά του, χρωστάει στο ξενοδοχείο και ο ιδιοκτήτης είναι έτοιμος να τον διώξει. Από μια παρεξήγηση, όλος ο κρατικός μηχανισμός και ο έπαρχος θεωρούν ότι έχει έρθει ινκόγκνιτο ως επιθεωρητής. Από τότε του φέρονται αναλόγως, με αποκορύφωμα τις δωροδοκίες που του κάνουν για να αναφέρει ότι όλα είναι καλά στην περιοχή. Ετσι, φανερώνεται από μεριάς του Γκόγκολ ένα πράγμα σαθρό που υπάρχει στον κρατικό μηχανισμό.
Τι άνθρωπος είναι αυτός που υποδύεσαι;
Δεν το γνωρίζει ο ίδιος ότι τον θεωρούν επιθεωρητή, οπότε πάει με το κύμα. Γενικά πάει με ό,τι του τύχει στη ζωή. Το μαθαίνει στη μέση του έργου ότι τον θεωρούν επιθεωρητή και αποφασίζει με έναν τρόπο να τους τιμωρήσει, παίρνοντάς τους όλα τα λεφτά, τις γυναίκες τους, τις κόρες τους. Είναι ένας τύπος σε κατάσταση εξαίρεσης. Τους ανθρώπους που βρίσκονται σε κατάσταση εξαίρεσης, το κράτος και η κοινωνία τούς θεωρεί εκτός κι εκείνοι ζουν με έναν τέτοιο τρόπο. Ο συγκεκριμένος προσπαθεί να επιβιώσει με χιλιάδες τρόπους και καταφέρνει να ζει μια ζωή πολύ λογοτεχνική.
Ο Γκόγκολ μιλάει σε αυτό το έργο για τη διαφθορά, τον απολυταρχισμό, τη γραφειοκρατία.
Ο κάθε άνθρωπος θα έπρεπε αναρωτιέται για αυτά και πλέον στις μέρες μας είναι πιο έντονα τα φαινόμενα αυτά. Ομως, πιστεύω ότι η παράσταση έχει μια πρόταση πέρα από αυτό, φέρει έναν κόσμο που λέει ότι έτσι θα συνεχίσουμε να ζούμε αν δεν αλλάξουμε, μπορεί και χειρότερα. Γιατί αυτός ο μηχανισμός θα λειτουργεί πάντα. Μας έχουν διασπείρει τον φόβο, υπάρχει μια παραίτηση και όλο αυτό καταλήγει σε μια εξατομίκευση του πώς θα βγει η μέρα του καθενός.
ΤΙ ΔΙΑΒΑΣΑ
Υπάρχουν αντίστοιχοι Γκόγκολ σήμερα και διώκονται από τις χώρες τους, απλά εμείς δεν τους γνωρίζουμε γιατί ίσως και να μην μας αφορά τόσο πολύ η τέχνη πια. Εχουμε κάνει την τέχνη ένα σκρολάρισμα, ένα βιαστικό θέαμα χωρίς εμβάθυνση. Οταν ανεβάσαμε τους “Σφήκες” στην Επίδαυρο με τη Λένα Κιτσοπούλου, υπήρξε μεγάλη αντίδραση από τον κόσμο και από κάποιους, “υποτιθέμενους” κριτικούς. Ομως, αυτό τον στόχο είχε η παράσταση, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Κατέδειξε μια πραγματικότητα της κοινωνίας η οποία μάλλον ενοχλεί πάρα πολύ και ενοχλεί με επιθετικό τρόπο.
Ο κόσμος όμως βλέπει θέατρο, δεν αντιμετωπίζει τη συγκεκριμένη τέχνη σαν κάτι περαστικό στο κινητό του.
Στο θέατρο υπάρχει μεγάλη κινητικότητα από πλευράς του κόσμου και έπαιξαν πολλά πράγματα ρόλο σε αυτό. Η οικονομική κρίση έκανε τον κόσμο να μην ξοδεύει πολλά χρήματα και πλέον ο κόσμος ήθελε να ξοδεύει κάπου που να αξίζει πραγματικά τον κόπο. Κάπως έτσι ευδοκίμησε και άνθησε το θέατρο μέσα στην κρίση. Είχαμε κι εμείς φαίνεται πράγματα να πούμε τα οποία τα είχαμε ξεχάσει. Οταν κάτι αξίζει, ο κόσμος το ακολουθεί. Ομως, το ένα δεν αναιρεί το άλλο. Ζούμε σε πολύ βιαστικούς ρυθμούς και πολλές φορές μια παράσταση δεν παίρνει την αναγνωρισιμότητα που θα μπορούσε να πάρει. Κι επίσης στήνονται πολλές παραστάσεις με γνώμονα τι θα αρέσει στο κοινό που κι αυτό είναι ένα θέμα.
Τι σας ενώνει με τη Λένα Κιτσοπούλου και τον Γιάννη Κακλέα και συνεργάζεστε συχνά;
Μας αφορούν πράγματα κοινά σχετικά με το τι θέλουμε να πούμε για την τέχνη και πώς μεταφράζεται πάνω στη σκηνή αυτό. Τη Λένα τη θαυμάζω και την εκτιμώ πάρα πολύ για το πώς λειτουργεί. Από τη στάση ζωής της μέχρι το πώς γράφει και το πώς παίζει πάνω στη σκηνή.
Ο Γιάννης δημιουργεί πολύ ωραίους κόσμους πάνω στη σκηνή. Κόσμους στους οποίους εισχωρούμε εμείς οι ηθοποιοί με την ελευθερία που μας δίνει εκείνος και αυτό είναι απελευθερωτικό για εμάς. Εγώ απολαμβάνω περισσότερο τις πρόβες από τις παραστάσεις γιατί ανακαλύπτουμε διαρκώς πράγματα.
Ηθελες πάντα να γίνεις ηθοποιός;
Η υποκριτική μού προέκυψε μετά το σχολείο. Μέχρι τότε ήμουν κολλημένος με τα αθλητικά και έπαιζα μπάσκετ, αλλά πολύ γρήγορα κατάλαβα ότι δεν ήμουν για αυτό και η μάνα μου με έβλεπε που ήμουν εξωστρεφής και άμεσος και είχα πολύ χιούμορ και με προέτρεψε να ασχοληθώ με την υποκριτική. Μου άρεσε και κόλλησα, βρήκα κάτι που με σύνδεσε με τη ζωή και το παραμύθι. Δεν ξέρω τι άλλο θα έκανα, αν δεν ήμουν ηθοποιός. Ισως περιπτεράς, να μην κάνω τίποτα. Πέρα από την πλάκα, σκέφτομαι ότι αυτό που κάνω επί σκηνής είναι να φέρω τον εαυτό μου, τον κόσμο μου. Συνδυάζω τη ζωή μου με το θέατρο, χωρίς να τα μπερδεύω αυτά τα δύο.