Η ιστορία της πόλης γράφεται συχνά στους τοίχους της και σ’ αυτήν ακριβώς την πολύχρωμη ιστορία είναι αφιερωμένο το νέο βιβλίο του Θανάση Χουλιαρά με τίτλο «Τα μάτια της πόλης: Μία συνολική θεώρηση της street art – Η περίπτωση της Αθήνας», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Εντύποις». Μια αληθινά μοναδική καταγραφή, αφιερωμένη στη street art, έτσι όπως ανθεί στους δρόμους της Αθήνας, που προσφέρει μια συνολική θεώρηση του φαινομένου, με στόχο την πιο ολοκληρωμένη κατανόησή της, διεισδύοντας στο εσωτερικό της πόλης μας.
«Σύνθετη σχέση»
Με αφορμή αυτήν την έκδοση, ο Θανάσης Χουλιαράς μίλησε στον «Ε.Τ.» της Κυριακής, αναλύοντας τη σχέση της Αθήνας με τη street art: «Κατά αντιστοιχία με όλες τις μητροπόλεις του κόσμου, η σχέση της Αθήνας με τη street art είναι μια σχέση σύνθετη, συναρπαστική, αντιφατική ή και συγκρουσιακή, η οποία προοπτικά αναπτύσσει τα δικά της ιδιαίτερα και, σε έναν βαθμό, μοναδικά χαρακτηριστικά, χωρίς ποτέ όμως να αποκόπτεται πλήρως από την “οικογένεια” που ορίζει το σύνολο των σχέσεων αυτών», λέει ο συγγραφέας και συνεχίζει: «Αν και η street art, στη σύγχρονη εκδοχή της, κάνει την εμφάνισή της στην Αθήνα με μία σχετική καθυστέρηση έναντι άλλων μεγάλων μητροπόλεων του δυτικού κόσμου, εξαιτίας μιας σειράς στοιχείων πολιτικής, πολιτισμικής, αισθητικής και ιστορικής κληρονομιάς της πόλης, βρίσκει προνομιακό έδαφος να αναπτυχθεί τόσο ποσοτικά όσο και, κυρίως, ποιοτικά. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για μια σχέση, η οποία, αν και έχει ξεπεράσει τη φάση του αρχικού ερωτικού ενθουσιασμού, εξακολουθεί να αποπνέει έντονο πάθος».
Από πότε ξεκίνησε αυτή η σχέση και πώς εξελίσσεται μέσα στον χρόνο έως σήμερα;
Εχει παρατηρηθεί η ύπαρξη κάποιων πρόχειρων τοιχογραφιών-συνθημάτων κατά την περίοδο της Κατοχής. Παρά ταύτα, οι ρίζες της street art στην Αθήνα εντοπίζονται συνήθως το 1984, όταν φτάνει από τις ΗΠΑ η street culture. To graffiti υπάρχει στην Αθήνα επίσημα από το 1987, όμως η πρώτη φορά που η Αθήνα γέμισε με τοιχογραφίες ήταν τον Φεβρουάριο και τον Μάιο του 1979. Σε μια εποχή που οι έννοιες graffiti και street art ήταν ουσιαστικά άγνωστες, 80 εικαστικοί -Ελληνες και μερικοί Τούρκοι- συνεργάστηκαν σε μια οργανωμένη δράση για να φτιάξουν τις πρώτες τοιχογραφίες στην πόλη.
Ιχνη αυτών των τοιχογραφιών μπορούν ακόμα να εντοπιστούν στην Καισαριανή και τον Βύρωνα, αλλά δεν έχουν καταγραφεί επίσημα σε κανένα βιβλίο που αφορά στην ιστορία του graffiti στην Ελλάδα. Εχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η μελέτη των διαφορών του υποβάθρου και των κινήτρων των δημιουργών, καθώς και της ασυνέχειας που προέκυψε ανάμεσα σε αυτήν την πρώτη έκφραση της street art και σε αυτήν των, τρόπον τινά, επιγόνων της.
Η εξέλιξη της street art στην Αθήνα ακολούθησε στη συνέχεια τα νέα δεδομένα που εκφράστηκαν στην πλέον παγκοσμιοποιημένη street art σκηνή με την εξάπλωση της τεχνικής του stencil και την (επαν)εμφάνιση των εικαστικά ολοκληρωμένων τοιχογραφιών (murals) στον δημόσιο αστικό χώρο. Κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, σημειώθηκε μια έκρηξη στην παρουσία της street art, με την Αθήνα να χαρακτηρίζεται από πολλούς ως μια σύγχρονη Μέκκα της street art στην Ευρώπη.
Κατά κύριο λόγο, τα δείγματα της street art στην Αθήνα σε ποιο είδος ανήκουν; Εχουν πολιτικό, κοινωνικό ή ακόμα και απλά διακοσμητικό χαρακτήρα;
Με τη βελόνα του πικάπ: Κύκλοι τραγουδιών της Λίνας Νικολακοπούλου στο Major Seven
Οι τοίχοι της Αθήνας «φιλοξενούν» κάθε είδους οπτική εγγραφή. Από απλά συνθήματα και σχέδια μέχρι ολοκληρωμένες τοιχογραφίες και «βομβαρδισμούς» αλλεπάλληλων στρώσεων από tags που δημιουργούν μια ταπετσαρία ενός ιδιότυπου λαϊκού αφηρημένου εξπρεσιονισμού, που αποτελεί πλέον σήμα κατατεθέν ενός μεγάλου μέρους της πόλης.
Το σύνολο των εγγραφών αυτών, σε συνδυασμό με το φυσικό και το υπόλοιπο ανθρωπογενές περιβάλλον, συνθέτει τον πολύ έντονο σύγχρονο οπτικό πολιτισμό της Αθήνας. Από περίοδο σε περίοδο και σε διάλογο με τα ζητήματα, τις ανάγκες αλλά και τις μεθοδεύσεις που προκύπτουν, «παίρνουν κεφάλι» διαφορετικά στιλ ή και είδη street art. Χαρακτηριστικά, μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και ιδίως κατά τη διάρκεια «βίωσής» της από την πόλη, παρατηρήθηκαν μια ραγδαία πολιτικοποίηση και μια στροφή σε συγκεκριμένες αναπαραστάσεις, τάση που υποχώρησε στη συνέχεια και έδωσε την πρωτοκαθεδρία ξανά σε πιο αφαιρετικές εκδοχές ή σε πιο «γλυκερές» αναθέσεις.
Τελικά, η Αθήνα είναι το νέο Βερολίνο;
Σε μια περίοδο που η ταυτότητα της πόλης εργαλειοποιείται, ασφυκτιώντας στα στενά όρια που θέτουν οι οικονομιστικές στρατηγικές λανσαρίσματος-επαναλανσαρίσματος, πολλές από τις δράσεις που έχουν σκοπό να κάνουν συγκεκριμένες πόλεις πιο ελκυστικές, ως κέντρα πολιτισμού και κατανάλωσης, αντιγράφονται γρήγορα σε άλλα μέρη, καθιστώντας έτσι εφήμερο το όποιο ανταγωνιστικό τους πλεονέκτημα.
Το χιπστεράδικο κατά τ’ άλλα «Athens is the new Berlin» λανσάρισμα της Αθήνας, τα τελευταία χρόνια, μπορεί να αναγνωστεί και ως μια αντήχηση του εισαγόμενου νεοκλασικισμού ως κατασκευασμένης ταυτότητας της πόλης κατά την περίοδο της Βαυαροκρατίας, διευρύνοντας έτσι έναν προβληματισμό γύρω από τη διαχρονική έκφραση μιας πολιτισμικής αποικιοκρατίας μέσα στην ίδια τη μητρόπολη. Επομένως, «Athens is the new Athens» ή έτσι θα έπρεπε τουλάχιστον…
Πιστεύετε ότι οι τοίχοι μεταφέρουν την ιστορία της πόλης και, τελικά, γίνονται τα μάτια της πόλης;
Λέγεται ότι, αν θέλεις να κατανοήσεις μία πόλη, δεν έχεις παρά να παρατηρήσεις τους τοίχους της. Η πόλη αποτελεί ένα παλίμψηστο καταγραφών, ιστοριών, δράσεων, συγκρούσεων, με τους δρόμους να είναι το δυναμικότερο τμήμα του. Τα δρώντα υποκείμενα της πόλης εγγράφουν την ιστορία τους στους τοίχους. Κοιτάζοντας τους τοίχους κοιτάμε επί της ουσίας τον ατομικό και τον συλλογικό εαυτό μας, καθρεφτιζόμαστε σε αυτούς, άρα σε μία αντιστροφή της αρχικής σύμβασης από υποκείμενα γινόμαστε αντικείμενα της παρατήρησης. Η πόλη μάς κοιτά και, ναι, οι τοίχοι γίνονται τα μάτια της.
«Η Αθήνα δεν σταματά να με συναρπάζει»
Υποψήφιος διδάκτορας στο τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ο συγγραφέας του βιβλίου, Θανάσης Χουλιαράς, ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τα ζητήματα του δημόσιου χώρου, της τέχνης, του κινηματογράφου και του ψηφιακού πολιτισμού. Πώς αποφάσισε να ασχοληθεί ειδικότερα με τη street art;
«Σε όλη μου την ερευνητική δραστηριότητα επιχειρώ να καταπιάνομαι με ζητήματα που αφορούν στο σήμερα», λέει ο ίδιος. «Με γοητεύει η πλεύση σε αχαρτογράφητα νερά σε επίπεδο θεωρίας και έρευνας. Η Αθήνα είναι η πόλη στην οποία έχω μεγαλώσει. Είναι μία πόλη που γνωρίζω καλά και δεν σταματά να με συναρπάζει. Ενιωσα την ανάγκη να τη μελετήσω, να την “κοιτάξω” εποπτικά και αποστασιοποιημένα. Τα ζητήματα του αστικού όπως φυσικά και αυτά της αισθητικής και της τέχνης είναι στον σκληρό πυρήνα των ενδιαφερόντων μου. Μέσα, λοιπόν, από μια συνολική θεώρηση της αθηναϊκής street art, ως την κατεξοχήν προσδιοριστική σύγχρονη αισθητική έκφανση του αστικού και την ανάδειξη της σύνδεσής της με το σύνολο της αστικής διεργασίας, επιχείρησα μια πιο ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή προσέγγιση. Αν και ενεργός καλλιτέχνης σε άλλες μορφές τέχνης, η σχέση μου με τη street art είναι αυστηρά θεωρητική, καθώς η εκτελεστική μου ικανότητα στο εικαστικό πεδίο είναι, ομολογουμένως, ανύπαρκτη!».
«Η street art αντιμετωπίζεται με καχυποψία…»
Πώς υποδέχονται οι κάτοικοι της πόλης τη street art;
Η εισαγωγή του graffiti και της street art έγινε σ’ ένα περιβάλλον στο οποίο οι τοίχοι των δρόμων της Αθήνας ήταν ήδη γεμάτοι με πολιτικά και οπαδικά συνθήματα με ψευδώνυμα και ονόματα μουσικών συγκροτημάτων. Οι νέες εγγραφές, αν και είχαν σαφώς διαφορετικά στιλιστικά χαρακτηριστικά, ήρθαν να προστεθούν σε τοίχους οι οποίοι ήταν αντικείμενο θέασης ματιών συνηθισμένων σε αυτού του είδους τον οπτικό κορεσμό και το «λέρωμα».
Αυτό δεν σημαίνει ότι το τελευταίο ήταν «νομιμοποιημένο» στη συνείδηση όλων των θεατών αλλά ότι σε κάθε περίπτωση δεν αποτελούσε ένα πρωτόγνωρο γεγονός. Από εκεί και πέρα, ανάλογα με την ποσότητα, το μέγεθος και, κυρίως, το είδος της παρέμβασης στους τοίχους, μπορεί κανείς να συναντήσει κάθε είδους αποτιμήσεις της street art. Για προφανείς λόγους, οι τοιχογραφίες τείνουν να χαίρουν ευρύτερης αποδοχής έναντι των «βομβαρδισμών» με ασαφή graffiti tags, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η αποδοχή των πρώτων είναι καθολική. Eνα έργο street art, ειδικά στον βαθμό που αναφερόμαστε σε ολοκληρωμένες καλλιτεχνικές δημιουργίες, μπορεί να προκαλέσει όλο τον πλούτο των συναισθημάτων που επιφέρει η επαφή με την τέχνη εν γένει.
Οι κάτοικοι φροντίζουν να διατηρήσουν τα έργα της street art ή, αντίθετα, τα καταστρέφουν;
Η παρουσία και η «έκθεση» των έργων της street art στoν δημόσιο χώρο, αλλά και η προσδιοριστική συνθήκη αφετηρίας της, καθιστούν αντικειμενική και αναπόφευκτη, σε κάποιες περιπτώσεις και επιθυμητή, κάθε είδους παρέμβαση, αλλοίωση, φθορά και παραφθορά τους τόσο από τους θεατές τους όσο και από έτερους καλλιτέχνες-παρεμβατιστές.
Σε μια πορεία αναγνώρισης και παγιοποίησης της street art ως διακριτού καλλιτεχνικού ρεύματος πολλά από τα έργα της «επισημοποιήθηκαν» και εντάχθηκαν σε ένα καθεστώς προστασίας και συντήρησης είτε σε θεσμικό επίπεδο, συνήθως από την τοπική διοίκηση, είτε μέσω της αυτενέργειας πολιτών ή ομάδων πολιτών. Αν και κάτι τέτοιο αποτελεί κοινό τόπο στη διεθνή εμπειρία, με συγκεκριμένα έργα να νοούνται ως μέρος της καλλιτεχνικής κληρονομιάς των πόλεων, στην Αθήνα δεν υπάρχει καμία τέτοια σοβαρή οργανωμένη παρέμβαση σε θεσμικό επίπεδο.
Αντιθέτως, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η street art αντιμετωπίζεται αδιακρίτως με καχυποψία στην καλύτερη ή με εχθρότητα στη χειρότερη των περιπτώσεων και τα έργα αφήνονται στη μάχη του κερδίσματος του σεβασμού από τους κατοίκους, με ορισμένα μόνο από αυτά να τον κατακτούν. Με ασφάλεια μπορεί να ειπωθεί ότι οι κάτοικοι είναι σαφώς πιο προωθημένοι από τη θεσμική διοίκηση.
Από την έντυπη έκδοση
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr