Ξετυλίγει ιστορίες, ενώ βασικό στοιχείο των μυθιστορημάτων του είναι ο έρωτας, τον οποίο θεωρεί εργαλείο για την εξερεύνηση ανθρώπινων ψυχισμών και εποχών. Ο συγγραφέας μιλά για το βιβλίο του «Τα αηδόνια της σιωπής».
Ο Στέφανος Δάνδολος, τρία χρόνια μετά τη «Δίκη που άλλαξε τον κόσμο» και αφού η «Ιστορία χωρίς όνομα» έγινε θεατρική επιτυχία και το «Φλόγα και άνεμος» μεταφέρθηκε στην τηλεόραση, επιστρέφει με ένα καθηλωτικό μυθιστόρημα «Τα αηδόνια της σιωπής», μια ιστορία για την αξία της αθωότητας μέσα στο πιο βαθύ σκοτάδι. Ποιο το έναυσμα του νέου αυτού ταξιδιού;
Ηθελα να θυμίσω στους Ελληνες τη μαύρη εκείνη περίοδο από την Απελευθέρωση μέχρι και τα Δεκεμβριανά και ταυτόχρονα να αφηγηθώ μια ιστορία για το πώς οι άνθρωποι γίνονται από μόνοι τους πατρίδες. Ηθελα να μιλήσω για το καλό ενάντια στο κακό, για την αγάπη ενάντια στο μίσος, για την αφοσίωση ενάντια στη λήθη. Βλέπετε, το φθινόπωρο και ο χειμώνας του 1944 ήταν μια εποχή που ξεκίνησε από το φως λόγω της φυγής των Γερμανών και κατέληξε σε καταχνιά εξαιτίας των εμφύλιων παθών που μετέτρεψαν την Αθήνα σε κρανίου τόπο. Μέσα σε τούτο το ψηφιδωτό βίας και συγκρούσεων λοιπόν, αντιπαραβάλλω δύο κεράκια που παλεύουν να μη σβήσουν. Είναι οι ήρωές μου, ο κύριος Αριστείδης και η Ευδοξία του, που συνιστούν αυτή την αχτίδα μέσα στο σκοτάδι.
O τίτλος «Τα αηδόνια της Σιωπής» προκύπτει από μία κουβέντα που λέει ο Οδυσσέας Ελύτης στον ευγενικό σερβιτόρο κύριο Αριστείδη. Σας αρέσει να εντάσσετε υπαρκτά πρόσωπα στις ιστορίες σας;
Ναι, διότι παραχωρούν στον αναγνώστη μια βαθύτερη εικόνα της εποχής. Το βιβλίο έχει ως επίκεντρο το θρυλικό Καφενείον Ζαχαράτου, που βρισκόταν στην πλατεία Συντάγματος για παραπάνω από μισό αιώνα, και ο κύριος Αριστείδης ήταν ο μακροβιότερος σερβιτόρος του. Επόμενο ήταν να μιλήσω και για τους διάσημους θαμώνες. Στις σελίδες παρελαύνουν πρόσωπα όπως ο Ελύτης, ο Βεάκης, ο Λογοθετίδης, η Ελένη Παπαδάκη, ακόμα και ο Ουίνστον Τσόρτσιλ που παραλίγο να δολοφονηθεί στην Αθήνα τα Χριστούγεννα του 1944.
Τι μπορούν να μας πουν για το σήμερα τα Δεκεμβριανά;
Μπορούν να μας οδηγήσουν σε συνειρμούς. Ισως το τραύμα που άνοιξε τότε, και κορυφώθηκε αργότερα στον Εμφύλιο, δεν έχει κλείσει εντελώς μέσα μας. Είμαστε λαός που διχάζεται εύκολα, που φτάνει αβίαστα στη σύγκρουση. Το βλέπουμε καθημερινά στα social media, στα δελτία ειδήσεων, στους δρόμους, παντού. Η ευκολία με την οποία κατεδαφίζουμε τον διπλανό μας εάν δεν συμφωνούμε μαζί του σχετίζεται πιθανότατα με τις κρυφές πληγές που κακοφόρμισαν από γενιά σε γενιά.
Μπορούν αυτές οι κρυφές πληγές του Εμφυλίου να επουλωθούν σήμερα, την ώρα που η ελληνική κοινωνία έχει κι άλλες ανοιχτές πληγές μπροστά της;
Ισως είναι λίγο αργά. Διαπλαστήκαμε, βλέπετε, με οδηγό τη δυσπιστία απέναντι στα κίνητρα του άλλου, πράγμα που μας δυσκολεύει να προχωρήσουμε εντελώς αρμονικά. Ομως ελπίζω. Ελπίζω στις επόμενες γενιές, στη γενιά του γιου μου, που είναι σήμερα έντεκα ετών. Ισως εκείνος και οι συνοδοιπόροι του να απαλλάξουν τη μελλοντική ελληνική κοινωνία από τα εφιαλτικά σύνδρομα του παρελθόντος.
Ο ήρωας του βιβλίου σας παραπέμπει ως έναν βαθμό και στον ομηρικό Οδυσσέα, δεδομένου ότι το ταξίδι στην αγαπημένη του εν μέσω Δεκεμβριανών μοιάζει με το ταξίδι στην Ιθάκη. Υπήρξε κάποια βαθύτερη πρόθεση να μιλήσετε για την έννοια του ταξιδιού;
Χαίρομαι που το παρατηρείτε, γιατί ισχύει αυτό. Ο κύριος Αριστείδης προσπαθεί να διασχίσει τη φλεγόμενη Αθήνα, παλεύει να φτάσει στην Ευδοξία του τις μέρες που η μάχη έχει κορυφωθεί, στα μέσα εκείνου του Δεκέμβρη. Την ώρα που χιλιάδες Ελληνες έχουν βγει στους δρόμους και πολεμούν μεταξύ τους αναζητώντας ο καθένας την Ελλάδα που ονειρεύεται βάσει πολιτικής ιδεολογίας, εκείνος ο μοναχικός σερβιτόρος αναζητά τη δική του πατρίδα που δεν είναι άλλη από τη γυναίκα την οποία ερωτεύθηκε νέος και δεν ξέχασε ποτέ. Αυτό είναι το ιδεόγραμμα του βιβλίου: η έννοια της προσωπικής Ιθάκης που έχουμε μέσα μας. Εξάλλου, όλα στη ζωή είναι ταξίδι. Αλλοτε δύσκολο, άλλοτε εύκολο.
Είναι μια υπέροχη ερωτική ιστορία. Ο κύριος Αριστείδης και η Ευδοξία του ερωτεύονται στα πρώτα χρόνια του εικοστού αιώνα. Η ζωή τους στοιχειώνεται από τον μεγάλο αυτό ανεκπλήρωτο έρωτα, που, σε αντίθεση με τις ταχύτητες που αναπτύσσει η εποχή μας, διαρκεί μέσα στο χρόνο. Ακούγεται παράξενο, σαν ένα είδος προσευχής στην ανθρωπιά, στην καλοσύνη, στην αθωότητα…
Αυτός ήταν ο στόχος ευθύς εξαρχής. Ενα είδος προσευχής στον μόνο Θεό που μπορεί να μας ενώσει όλους: την ανθρωπιά, το συναίσθημα. Τα «Αηδόνια της Σιωπής» μπορούν να χαρακτηριστούν ερωτικό μυθιστόρημα, κοινωνικό μυθιστόρημα, έργο εποχής, ακόμα και πολεμικό μυθιστόρημα. Ομως εγώ το έγραψα σαν μια επίκληση στην καλοσύνη και στην αθωότητα.
Πάντως το βιβλίο διαβάζεται απνευστί, παρά το ότι είναι ογκώδες. Θέματα όπως ο ρυθμός του κειμένου σάς απασχολούν εξίσου, πέραν της έρευνας;
Ναι. Πάρα πολύ. Ο ρυθμός. Η δομή. Η μουσικότητα. Το να έχει έναν κυματισμό το κείμενο, το να ξέρει πότε θα ανέβει, πότε θα κατέβει, πότε θα δώσει ένταση, πότε θα ξεκουράσει τον αναγνώστη. Για μένα η αρχιτεκτονική του βιβλίου είναι το ίδιο σημαντική με το γράψιμο. Τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη. Είναι 540 σελίδες δουλεμένες πόντο πόντο.