«Ενα παιδί μετράει κεφάλια»: Η ιστορία που δάνεισε τον τίτλο της σε όλο το βιβλίο σας (εκδόσεις Μεταίχμιο), µε την εικόνα των κομμένων κεφαλιών ανταρτών, η οποία έμεινε ανεξίτηλα αποτυπωμένη στη µνήµη σας.
Πόσα πράγματα αλήθεια μπορούν να χωρέσουν σε μια παιδική ψυχή τελικά;
Μερικές από τις παιδικές ψυχές (για να μην πω οι περισσότερες) και ιδίως οι μνήμες είναι κάτι σαν το σφουγγάρι, αλλά και κάτι σαν μια αποθήκη, όχι όμως και τόσο καλά κλεισμένη. Πρώτα απορροφάνε και αποτυπώνουν εντός τους όλα όσα μπορεί να κινήσουν την περιέργεια και το ενδιαφέρον ενός παιδιού, απ’ όπου στη συνέχεια μπορούν και τα ανασύρουν. Ιδίως όταν πρόκειται για γεγονότα όπως αυτά με τα κομμένα κεφάλια των ανταρτών στα οποία αναφέρομαι στο βιβλίο και τα οποία δεν ήταν δυνατόν να μην τραυματίσουν μια παιδική ψυχή.
Εξάλλου, η παιδική ηλικία είναι ένα βολικό, θα έλεγα, καταφύγιο, όπου επιστρέφουμε κάθε φορά που μας κυριεύει η αίσθηση της απώλειας, γι’ αυτό και κάθε τόσο την επικαλούμαστε, τουλάχιστον οι περισσότεροι από εμάς. Και φυσικά η μνήμη είναι αυτή που μπορεί και επαναφέρει τα κάθε είδους γεγονότα και δεν τα αφήνει να ξεχαστούν…
27 αφηγήσεις που χαρτογραφούν εμπειρίες με κοινό στοιχείο τον πόνο για την απώλεια, με την έννοια της οποίας καλούμαστε να συμφιλιωθούμε! Αυτός περίπου είναι ο σκοπός του βιβλίου;
Η απώλεια είναι κάτι σαν τραύμα που αιμορραγεί. Αλλά αυτό δεν μας εμποδίζει να ζούμε συμφιλιωμένοι μαζί της. Αρκεί να μην επιτρέψουμε να αποτελέσει το κυρίαρχο στοιχείο της ζωής μας. Σκοπός του βιβλίου είναι η καταγραφή ορισμένων γεγονότων που δεν θα πρέπει να τα ξεχνάμε. Γεγονότων που μπορεί να φέρουν σημάδια ακόμα και μιας ερωτικής απογοήτευσης.
Φωτίζετε κάποιο βίωμά σας; Ποια «λήθη τού είναι» πιστεύετε πως θέλετε να προστατέψετε;
Δεν θέλω να προστατέψω καμιά λήθη. Πιστεύω ότι η ζωή του κάθε ανθρώπου είναι γεμάτη βιώματα, τα οποία μπορούν να γίνουν αφηγήσεις που νομίζω ότι οι περισσότεροι θα ήθελαν να τις έλεγαν και που ίσως δεν τους δόθηκε η δυνατότητα να τις διηγηθούν ή να τις καταθέσουν στο χαρτί.
Πέθανε ο συγγραφέας Βασίλης Λιόγκαρης
Πόσο αποκαλυπτόμαστε μέσα από τα λόγια και τις ιστορίες µας; Και πότε η ανάκληση μιας ιστορίας γίνεται εκμυστήρευση;
Οσο πιο αληθινές είναι οι ιστορίες μας τόσο μεγαλύτερη είναι η αποκάλυψη του ποιοι είμαστε. Η ανάκληση μιας ιστορίας μάς φέρνει πολλές φορές στην ανάγκη για εκμυστήρευση.
Οι ήρωές σας ζουν σε έναν μάλλον άχρονο κόσμο, φλερτάρουν με τον κίνδυνο. Θα καταφέρουμε κάποτε να ζήσουμε δίχως ρωγμές και τσακίσματα; Χωρίς χάσματα; Μόνο με γέφυρες ειρήνης;
Μα ο ίδιος ο χρόνος από μόνος του είναι άχρονος. Σε αντίθεση με τα περισσότερα από αυτά που γράφω και που έχουν συμβεί σε συγκεκριμένο χρόνο και χώρο, μπορεί να αποτελούν βιωματικές ρωγμές και τσακίσματα. Σκεφθείτε όμως πόσο μας εντυπωσιάζει πολλές φορές όταν ανακαλύπτουμε ένα λουλούδι να ανθίζει περήφανα σε κάποια ρωγμή ή «τσάκισμα».
Κατά τη γνώμη σας, ποια περίοδος από την εποχή του Εμφυλίου μέχρι σήμερα ήταν η πιο σκληρή;
Τα χρόνια που τον ακολούθησαν, τα γνωστά ως «πέτρινα χρόνια», όπου κηλιδώθηκε η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και το δικαίωμα στη ζωή και στην ελευθερία ιδίως εκείνων που αντιστάθηκαν στα σκοτεινά σχέδια του εκφασισμού της χώρας μας, καθώς κι εκείνα της Απριλιανής δικτατορίας, τα οποία εγώ προσωπικά βίωσα ως στρατευμένος στις ειδικές δυνάμεις και ορισμένες από τις στιγμές τους, άλλοτε οδυνηρές κι άλλοτε ευτράπελες, τις καταγράφω σε εφτά από τα αφηγήματά μου. Πρόκειται για «επεισόδια» που δείχνουν πού μπορεί να φτάσουν και πού να μας οδηγήσουν η μισαλλοδοξία αλλά και η γελοιότητα.
«Μας κράτησε όρθιους η πίστη σε ιδανικά»
Η εποχή του Εμφυλίου κουβαλά πολύ σκοτάδι μέσα της. Τι είναι αυτό που μας κράτησε όρθιους;
Η Ελλάδα πορεύτηκε πολλές φορές μέσα από εμφυλίους και τις μεταξύ μας μικρότητες κι αμάχες. Και πράγματι η εποχή του τελευταίου Εμφύλιου στην οποία αναφέρονται μερικά από τα αφηγήματά μου κουβαλούσε πολύ σκοτάδι μέσα της και ήταν επόμενο μέσα σ’ αυτό να διαπραχθούν πολλά ανοσιουργήματα και από τις δύο πλευρές. Ηταν μια συφοριασμένη εποχή, στη διάρκεια της οποίας επικράτησε ό,τι πιο απάνθρωπο και βάρβαρο μπορεί να κρύβουν τα «έγκατα» του ανθρώπου. Ομως αυτό που μας έβγαλε από το σκοτάδι και τις δίνες του αιματηρού αλληλοσπαραγμού και μας κράτησε όρθιους ήταν αυτό που θα αποκαλούσαμε το «προζύμι» του ελληνικού λαού, που όσο και αν το σπαταλούμε αλόγιστα και όσο κι αν νομίζουμε ότι έχει τελειώσει, στο τέλος πάντα κάτι μένει για ν’ ανθίζει μέσα από αυτό η ασύνορη πίστη μας σε κάποια «βαθιά» ιδανικά, όπως είναι το δικαίωμα στη ζωή και στην ελευθερία.