Πώς ξεκίνησε η ιδέα της συγγραφής του μυθιστορήματος «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους»;
Ημουν σε μία αγρυπνία. Ξενυχτούσαμε τον αδελφό του πατέρα μου και οι παριστάμενοι αποχαιρετούσαν τον νεκρό, μιλώντας του, όπως μιλάμε πάντα στους νεκρούς μας. Τι θα σκεφτόταν αν μας άκουγε; Τι θα μας έλεγε αν μπορούσε να μιλήσει; Μέσα από αυτές τις απλές ερωτήσεις προέκυψε, την ίδια στιγμή, πάνω από το πτώμα του θείου μου, η κεντρική ιδέα. Φαντάστηκα, την ίδια στιγμή, τον ήρωά μου, ένα νεαρό αγόρι που μπορεί να αφουγκραστεί τις σκέψεις τους, τον θείο του, που θα θελήσει να εκμεταλλευτεί το χάρισμα του ανιψιού του, την περιπλάνησή τους από χωριό σε χωριό και από κηδεία σε κηδεία.
Ο τίτλος «Και οι νεκροί ας θάψουν τους νεκρούς τους» είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;
Θαρρώ ότι είναι διττή η σημασία του. Μπορεί κανείς να σκεφτεί πως αναφέρεται στους νεκρούς που μέσα από τα χείλη του Φανούρη έχουν την ανέλπιστη ευκαιρία να μιλήσουν και να ξεκαθαρίσουν τους λογαριασμούς που είχαν αφήσει απλήρωτους, να λύσουν τις εκκρεμότητες που μια ζωή τούς βασάνιζαν αλλά μόνο μέσα από την ελευθερία που τους προσφέρει ο θάνατος νιώθουν ότι μπορούν πια να αντιμετωπίσουν. Από την άλλη, μπορεί να αναφέρεται στους ζωντανούς, σε όλους εμάς που ζούμε ταριχευμένοι στο ψέμα, που ζούμε απαρνούμενοι καθημερινά τις πραγματικές μας επιθυμίες, που ζούμε σαν νεκροί.
Ενα νεαρό αγόρι ανακαλύπτει στην κηδεία κάποιου συγγενή του πως έχει την ικανότητα να ακούει τις σκέψεις των νεκρών. Γιατί κανείς δεν το πιστεύει;
Αν και οι εποχές εκείνες ήταν εποχές όπου οι άνθρωποι πίστευαν ακόμα στα φαντάσματα και στα ξωτικά, είναι λογικό να είναι επιφυλακτικοί απέναντι σε έναν τόσο ακραίο ισχυρισμό. Οι χωρικοί συνδυάζουν ακόμα και σήμερα αυτά τα χαρακτηριστικά, της ευπιστίας με την καχυποψία, επιρρεπείς στην εξαπάτηση και ταυτόχρονα ξεροκέφαλοι. Στη συνέχεια, πάντως, του βιβλίου, ύστερα από σημάδια αδιαμφισβήτητα, πείστηκαν, πράγμα που σήμερα μάλλον δεν θα γινόταν. Αν ο Φανούρης ζούσε σήμερα, θα τον αναλάμβαναν οι ψυχίατροι και η ιστορία θα έληγε εκεί.
Μέχρι που ο θείος του συνειδητοποιεί ότι μπορεί να εκμεταλλευτεί αυτήν την ικανότητα. Πώς και δεν αντιδρά η μητέρα του Φανούρη σε αυτήν την κατάσταση;
Ο θείος είναι ο μόνος άνδρας στην οικογένεια, ο προστάτης, αυτός που έχει τον πρώτο λόγο. Αλλωστε, η οικονομική τους κατάσταση είναι οικτρή και η «διερμηνεία» της γλώσσας των νεκρών μπορεί, πράγματι, να αποφέρει πολλά χρήματα, όπως και έγινε, στην αρχή τουλάχιστον. Αλλωστε, εκείνη την εποχή ένας δεκαπεντάχρονος εθεωρείτο αρκετά μεγάλος για να φύγει από το σπίτι, να δουλέψει, να πάει σχολείο στη μεγάλη πόλη, να μπαρκάρει στα καράβια.
Γράφετε ότι οι νεκροί πάντα λένε την αλήθεια και οι ζωντανοί δεν θέλουν αλήθειες να ακούσουν. Μπορείτε να μας πείτε λίγα λόγια για αυτά που διατυπώνετε;
Αν αρχίζαμε να λέμε μόνο αλήθειες, ο κόσμος μας θα κατέρρεε. Οι νεκροί είναι ειλικρινείς, γιατί δεν έχουν τίποτα πια να χάσουν. Αυτό που μας καλούν να στοχαστούμε είναι πόση από την υποκρισία μας χρειαζόμαστε πραγματικά και πόση είναι ένα βάρος περιττό, που μας κατασκεπάζει. Ολο το βιβλίο θεμελιώνεται στη βάση αυτής της αντίθεσης, του κόσμου των ζώντων με τον κόσμο των πεθαμένων, στην αδυναμία των νεκρών να πούνε ψέματα, στην εμμονή τους με την αλήθεια.
Μέσα από τους μονολόγους των νεκρών ασκείται μια κριτική στην κοινωνία. Μπορεί αυτή η κριτική να διορθώσει κάποια στραβά πράγματα που συμβαίνουν στην κοινωνία και δεν μπορούμε να τα πούμε;
Η κριτική, μέσα από την τέχνη, τη φιλοσοφία, τον πολιτικό λόγο, είναι σίγουρα το πρώτο, απαραίτητο βήμα για κάθε αλλαγή, όπως η αυτοκριτική είναι απαραίτητη για να αλλάξει κανείς ό,τι στραβό βλέπει στον εαυτό του. Το πρόβλημα είναι ότι η κριτική σκέψη ατονεί διαρκώς, για να κυριαρχήσει η γκρίνια -όλοι γκρινιάζουν διαρκώς, για τα πάντα- ή μια στείρα καταγγελία, καθώς όλοι νιώθουν την ανάγκη να καταγγείλουν, όλοι είναι θύματα και ποτέ θύτες.
Ποια είναι τα συστατικά του ήρωα του μυθιστορήματος, του Φανούρη;
Είναι αγνός, άπειρος, αθώος. Γι’ αυτό ήθελα να είναι δεκαπέντε ετών και όχι μεγαλύτερος, ούτε παιδί πια αλλά ούτε ακόμα άνδρας. Βιάζεται να μεγαλώσει, να βγάλει τα κοντοπαντέλονα, να ξυριστεί, να γνωρίσει τον έρωτα, τη ζωή. Είναι εύπιστος γενικά, θαυμάζει τον θείο του, που είναι το μοναδικό ανδρικό πρότυπο στη ζωή του, και θα χρειαστεί να περάσει πολλά για να καταφέρει να τον απομυθοποιήσει. Οι διηγήσεις των νεκρών, οι αλήθειες που του φανερώνουν, καθώς και όλες οι απίθανες περιπέτειες, που κατά την περιπλάνησή του βιώνει, τον επηρεάζουν βαθιά, τον φορτώνουν με το άχθος μιας συνείδησης που είναι πολύ βαριά για τους νεανικούς ώμους του.
Κάποια στιγμή ο νεαρός ήρωας ερωτεύεται. Πώς συμβαίνει ο έρωτας να γίνεται καταλύτης και όλα να τα αλλάζει;
Αυτή είναι η λειτουργία του έρωτα, η αποστολή του. Ηδη από τους αρχαίους χρόνους, ο Ησίοδος τον περιγράφει σαν τη δύναμη που κινεί όλες τις ενώσεις. Δίχως αυτόν όλα θα έμεναν ακίνητα, απαθή, ικανοποιημένα από τον εαυτό τους. Ο έρωτας είναι κίνητρο, βάσανο και λύτρωση μαζί, αφού μας κάνει «ανήσυχους», μας αναγκάζει να δράσουμε, να ζήσουμε, να αναλωθούμε. Είναι ο αντίθετος πόλος του θανάτου. Αντίθετος αλλά όχι αντιθετικός, αφού και ο θάνατος άλλο δεν κάνει από το να καταλύει δεσμούς, να ανακατεύει ξανά την τράπουλα, ώστε να συνεχιστεί το παιχνίδι.
Πώς νιώσατε όταν το βιβλίο σας γνώρισε μεγάλη επιτυχία;
Το βιβλίο το είχα πάνω από πέντε χρόνια στο συρτάρι μου, καθώς το απέρριψαν περισσότεροι από είκοσι εκδότες, οπότε, ύστερα από τόση συσσωρευμένη απογοήτευση, η επιτυχία του βιβλίου ήταν μια ανάσα αναζωογονητική, την οποία είχα πάψει να περιμένω.
Info
«ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΑΣ ΘΑΨΟΥΝ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΤΟΥΣ»
ΜΙΧΑΛΗΣ ΑΛΜΠΑΤΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: «ΝΗΣΟΣ»
ΣΕΛ.: 470
Ειδήσεις σήμερα
String Demons, το δίδυμο εγχόρδων μιλά στον «Ε.Τ.»: «Η μουσική μας βρήκε φιλόξενη στέγη στο θέατρο»
Γιώργος Καραγιάννης: Πέθανε o γνωστός τηλεοπτικός παραγωγός [Βίντεο]