Ανήκετε στην κατηγορία των συγγραφέων που γράφουν ποιήματα, βιογραφία και διήγημα. Μήπως ο συγγραφέας γράφοντας πολλά είδη κινδυνεύει να χάσει τον προσανατολισμό του και την ποιότητά του;
Ο κίνδυνος, όντως, είναι υπαρκτός. Από την άλλη πάλι, κάποιος, όπως εγώ, που ανήκει στην κατηγορία των εργατών αλλά και των εραστών της σκέψης και της γραφής, δεν μπορεί να απαλλαγεί εύκολα από έναν τέτοιο πειρασμό, ο οποίος είναι συναρπαστικός. Η κύρια ιδιότητά μου είναι αυτή του ερευνητή, κυρίως της ιστορίας, όπου η βιογραφία αποτελεί τη μεγάλη μου αγάπη. Η ποίηση και το διήγημα αποτελούν ένα αναγκαίο διάλειμμα. Είναι ταυτόχρονα, βέβαια, και ένας τρόπος ύπαρξης και επικοινωνίας. Πάντως, θαυμάζω όλους τους συγγραφείς και καλλιτέχνες που ασχολούνται ίσως όχι άριστα αλλά καλά με τελείως διαφορετικά πράγματα, είναι δηλαδή δεκαθλητές.
Στο βιβλίο «Νίκος Μάθεσης. Ο θρυλικός τρελάκιας του ρεμπέτικου» (εκδόσεις «Στοχαστής») αναφέρεστε σε έναν ταλαντούχο που έγινε στιχουργός χωρίς να έχει την απαραίτητη παιδεία. Αλήθεια, πώς τα κατάφερε;
Οι γραμματικές γνώσεις του Νίκου Μάθεση ήταν γυμνασιακές. Ο πατέρας του δεν τον άφησε να τελειώσει το γυμνάσιο, αλλά τον πήρε μαζί του στην ψαραγορά του Πειραιά. Οπως το ξέρουμε όμως όλοι, το όποιο ταλέντο δεν προέρχεται από την ξερή γνώση αλλά από την ψυχή. Και, βέβαια, σε μεγάλο βαθμό, παίζει ρόλο και η εμπειρία ζωής. Οι στίχοι, λοιπόν, του Μάθεση, που έχουν να κάνουν με τη ζωή στον προπολεμικό Πειραιά, περικλείουν μέσα τους μεγάλη εμπειρία, γι’ αυτό και είναι αυθεντικοί. Ταυτίζεται σ’ αυτούς ο λόγος με τον βίο, που στην περίπτωσή μας είναι μοναδικοί και προκλητικοί και οι δύο. Αυτός, λοιπόν, ο ιδιαίτερος λόγος του τον έκανε πρωτοπόρο δημιουργό στον χώρο του ρεμπέτικου τραγουδιού.
«Τον ξέρετε, μωρέ παιδιά, τον Νίκο τον τρελάκια, παιδί τζιμάνι, μάγκες μου, μα κάνει καβγαδάκια». Πόση αλήθεια έχει αυτό το τραγούδι σε σχέση με την προσωπική ζωή του Νίκου Μάθεση;
Κάποτε ο Γιώργος Νταλάρας είχε πει για τον Βασίλη Τσιτσάνη πως ήταν καλός συνθέτης μα κακός ρεμπέτης. Ο Μάθεσης, λοιπόν, ήταν καλός ρεμπέτης. Εζησε μια ζωή πέρα από κοινωνικές συμβάσεις, πέρα από τα στενά όρια του φόβου του θανάτου και έδρασε, κυριολεκτικά, στους ημιπαράνομους δρόμους του Πειραιά και στο τότε γκέτο της Δραπετσώνας. Ηταν ο τρελάκιας όχι μόνο του ρεμπέτικου τραγουδιού αλλά και της ρεμπέτικης ζωής. Υπήρξε περιβόητος μάγκας και νταής του Πειραιά. Από την άλλη, όμως, αυτό το αγρίμι είχε μέσα του μεγάλα αποθέματα ευαισθησίας. Γιατί, αν δεν είσαι ψυχούλα, πώς είναι δυνατόν να γράφεις στίχους και να ζωγραφίζεις;
Ο Νίκος Μάθεσης συνεργάστηκε με τον Βασίλη Τσιτσάνη, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Μάρκο Βαμβακάρη και άλλους ρεμπέτες. Σήμερα το όνομά του είναι γνωστό στις νέες γενιές;
Ο Νίκος Μάθεσης υπήρξε σημαντικός γιατί ήταν αυθεντικός. Υπήρξε πρωτοπόρος στιχουργός του ρεμπέτικου τραγουδιού, γι’ αυτό και όλοι οι σημαντικοί ερευνητές του χώρου (Πετρόπουλος, Σχορέλης, Κουνάδης, Χατζηδουλής) ασχολήθηκαν μαζί του. Στη ρεμπέτικη βιβλιογραφία, λοιπόν, είναι γνωστός. Από την άλλη, η παραγωγή δεν είναι μεγάλη ή, για να το πω πιο σωστά, τα τραγούδια που είναι καταχωρισμένα στο όνομά του είναι ελάχιστα. Εγραψε στίχους σε εκατοντάδες τραγούδια, αλλά συνήθως τα χάριζε. Το μεγαλείο της ρεμπέτικης ζωής, βλέπετε! Και, βέβαια, το ρεμπέτικο τραγούδι είχε την τύχη να έχει δύο μεγάλους ογκόλιθους, τον Μάρκο Βαμβακάρη και τον Βασίλη Τσιτσάνη. Και έτσι είναι τα πράγματα, ο περισσότερος κόσμος προσέχει τους πρωταγωνιστές και παραβλέπει πολλές φορές τους καλούς και σημαντικούς δευτεραγωνιστές.
Το βιβλίο «Νίκος Μάθεσης. Ο θρυλικός τρελάκιας του ρεμπέτικου» είναι η βιογραφία του περιθωριακού στιχουργού που γεννήθηκε και πέθανε φτωχός, ενώ βελτίωσε την τεχνική των τραγουδιών. Γιατί η κοινωνία είναι αδιάφορη προς τους δημιουργούς;
Η κοινωνία προσέχει πάντα τους πρωταγωνιστές. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως η προσφορά του λιγότερο ξακουστού (Μάθεση) δεν είναι σημαντική. Αντίθετα, προσφέρει αθόρυβα (ο κάθε καλλιτέχνης) στο χτίσιμο και στη συνέχεια, στην περίπτωσή μας, του ρεμπέτικου-λαϊκού τραγουδιού. Ο Μάθεσης κέρδισε την αθανασία με το έργο του. Ποιος σήμερα θα ακούσει τη «Γάτα» ή «Σε διώξαν απ’ την Κοκκινιά» και δεν θα το σιγοτραγουδήσει ή δεν θα το χορέψει; Αρα, το στοίχημα κερδήθηκε. Πήρε τη λαϊκή βράβευση. Τώρα, όσον αφορά στα βραβεία, εγώ κρατώ τη στάση του ποιητή, κριτικού και δοκιμιογράφου Ζήσιμου Λορεντζάτου. Το 1998 αρνήθηκε το Κρατικό Βραβείο Δοκιμίου, παραμένοντας πιστός στην άποψή του ότι οι συγγραφείς πρέπει να ακολουθούν τον δρόμο τους μακριά από διακρίσεις.
Κτηματαγορά: Τοποθεσία, θέα και πρόσβαση σε ΜΜΜ δίνουν… υπεραξία στα ακίνητα