– Μετά τη θριαμβευτική πορεία του βιβλίου σας «Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι», εκδόσεις Ψυχογιός, ποια η ανάγκη συγγραφής της συνέχειας «Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι – Η επόμενη γενιά»; Ποιες σκιές σάς ενέπνευσαν και αποτέλεσαν το έναυσμα; Μήπως η μνήμη αφήνει πίσω ίχνη ανεξίτηλα;
Η έμπνευση για την επόμενη γενιά δεν ήρθε από τις σκιές, αλλά μέσα από αυτές! Και εξηγούμαι. «Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι» κυκλοφόρησε το 2007 και μετά τη μεγάλη επιτυχία που έκανε τότε, αλλά και την αγάπη του κόσμου που το συντρόφευσε εδώ και 17 χρόνια, υπήρχαν πολλά αιτήματα για μια συνέχεια. Και από αναγνώστες, αλλά και από τον εκδοτικό μου οίκο. Ημουν πάντοτε αρνητική, θεωρούσα πως είχα δώσει όλα όσα ήθελα να δώσω και δεν ένιωθα την ανάγκη για μια συνέχεια. Το 2022 όμως, παρακολουθώντας τις πρόβες για το ανέβασμα του βιβλίου στο θέατρο, μέσα στο σκοτάδι και ανάμεσα στις σκιές, βλέποντας την εξαίρετη Μαριάννα Τουμασάτου να ερμηνεύει τη Θεοδώρα και τη συγκινητική Νέλλη Γκίνη να υποδύεται τη γιαγιά Ιουλία, γεννήθηκε η πρώτη σκηνή, η πρώτη εικόνα από μια ενδεχόμενη συνέχεια, και τότε ήξερα πως θα τολμούσα να επανέλθω στο σπίτι δίπλα στο ποτάμι.
– Πόσο η σκληρότητα και η ατέλεια των χαρακτήρων σάς ενέπνευσαν και ποιο το περιθώριο που αφήνετε στα έργα σας στην αισιοδοξία της ζωής;
Οταν δημιουργώ τους χαρακτήρες κάθε μυθιστορήματός μου φροντίζω να μην είναι μονοδιάστατοι. Να κουβαλούν όλα όσα έχει κι ένας αληθινός άνθρωπος, που δεν είναι μόνο καλός ή μόνο κακός. Μόνο σκληρός ή μόνο τρυφερός. Ακριβώς αυτό, το πολυδιάστατο δηλαδή ενός χαρακτήρα, είναι που τροφοδοτεί την έμπνευση και εξελίσσει τον μύθο. Οσο για την αισιοδοξία, στα δικά μου έργα δεν αφήνω μόνο περιθώριο, αλλά ολόκληρη τη σελίδα! Χωρίς αισιοδοξία, χωρίς τη θετική αντιμετώπιση δύσκολων καταστάσεων, χωρίς ν’ αντλούμε κάτι καλό από κάθε δυσκολία, δεν έχουμε παρά μόνο ζοφερό παρόν και δυσοίωνο μέλλον.
– Πέντε γυναίκες, που κάποτε άνοιξαν τα φτερά τους και πέταξαν μακριά από το σπίτι δίπλα στο ποτάμι, επιστρέφουν, αυτή τη φορά τσακισμένες. Δίπλα σε εκείνες ήρθαν και τα παιδιά τους, αλλά δυστυχώς το σπίτι τούς έχει κρατήσει το πιο πικρό του ποτήρι. Είκοσι χρόνια μετά, το σπίτι δίπλα στο ποτάμι τιμωρεί ή διδάσκει; Καταφέρνει και μένει όρθιο μέσα από την επόμενη γενιά του;
Το σπίτι δίπλα στο ποτάμι υπάρχει για τον καθένα. Είναι η επιστροφή στη μήτρα που μας γέννησε, στα πρώτα χρόνια της ζωής μας, σ’ αυτά που διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα μας. Πάντα θα μένει όρθιο λοιπόν, καλά φυλαγμένο στην ψυχή μας και στη δεδομένη στιγμή δίνει διέξοδο στα αναπόφευκτα αδιέξοδα που όλοι συναντούμε στη ζωή μας. Ακόμα και η τιμωρία, όπου είναι απαιτητή, δεν είναι εκδικητική. Είναι για να διδάξει, γιατί γίνεται με αγάπη. Με αυτή την έννοια λοιπόν, το σπίτι δίπλα στο ποτάμι είναι μια κληρονομιά που περνάει από γενιά σε γενιά.
– Μέσα από τη ζωή αυτών των γυναικών προβάλλονται σημαντικά κοινωνικά ζητήματα. Ποιο θα λέγατε ότι είναι το βαθύτερο θέμα στο δικό σας μυθιστόρημα;
Παρ’ όλο που η γυναικεία κακοποίηση θα έλεγε κανείς ότι είναι το κορυφαίο απ’ όσα θίγονται μέσα στις σελίδες του βιβλίου μου, για μένα και όλα τα υπόλοιπα είναι εξίσου σημαντικά. Προκαλούν πόνο και δείχνουν ότι η κοινωνία μας, ακόμα, έχει πολύ δρόμο να βαδίσει ώστε να φτάσει στο αυτονόητο των ίσων δικαιωμάτων ανάμεσα στους πολίτες. Το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, η μητρότητα που στις μέρες μας δεν είναι πλέον κάτι που έρχεται ανεμπόδιστα και χωρίς αγώνα για χιλιάδες γυναίκες. Τέλος, «Η επόμενη γενιά» αναδεικνύει και όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων, που μ’ ευκολία κρίνουν, κατακρίνουν, ενίοτε και καταδικάζουν οτιδήποτε είναι διαφορετικό από εκείνους. Η υποκρισία, η διαφθορά, ακόμα και η προδοσία συνυπάρχουν στο βιβλίο μου, όπως ακριβώς συμβαίνει και στη ζωή μας.
-Στο βιβλίο σας η αναζήτηση της αγάπης είναι έντονη. Διαπερνά όλους τους ήρωες. Αυτό που ψάχνουν τελικά το βρίσκουν;
Δεν θα προδώσω φυσικά ούτε τη διαδρομή ούτε και το τέλος του ταξιδιού για τις ηρωίδες μου, αλλά μιλώντας γενικότερα θα έλεγα ότι η αγάπη, ειδικά σήμερα, τείνει να γίνει σπάνιο… ορυκτό! Την αναζητούμε, αλλά για να τη βρούμε πρέπει να σκάψουμε βαθιά. Και πάλι, όμως, δεν είμαστε όλοι τόσο τυχεροί. Κι όταν λέω «αγάπη», εννοώ το συναίσθημα από το οποίο θα έπρεπε να εμφορείται γενικά ο κόσμος γύρω μας. Την αγάπη για τον συνάνθρωπο, για τη φύση, για τα ζώα, για τους κοινωνικά ασθενέστερους, για τα παιδιά, που είναι το μέλλον. Οταν κάποιος ξέρει ν’ αγαπά, όταν έχει εκπαιδευτεί ν’ αγαπά, τότε φανταστείτε ότι φοράει ένα άρωμα το οποίο όλοι μπορούν να μυρίσουν. Και ναι, κατά την άποψή μου και η αγάπη είναι κάτι που μπορείς να διδάξεις στο παιδί σου από μικρή ηλικία. Γιατί όταν αγαπάς κάτι, ξέρεις και να το σέβεσαι…
-Τι συναισθήματα και σκέψεις επιθυμείτε να προκαλέσετε στον αναγνώστη;
Οπως πάντα, δεν μου αρέσει η διδαχή, ούτε το υψωμένο δάχτυλο. Τα όποια συναισθήματα ή σκέψεις καταφέρει να εγείρει το βιβλίο μου θα είναι ανάλογα τη χρονική στιγμή που θα το διαβάσει ο αναγνώστης, τι βιώνει εκείνη την εποχή, και ακόμα ο χαρακτήρας και οι καταβολές του. Ευελπιστώ ότι δεν θα μείνει στο προφανές, στην ιστορία δηλαδή αυτή καθαυτή, και θα του δώσει τροφή για σκέψη. Το μόνο που θα ήθελα είναι, όταν ολοκληρώσει τη διαδρομή της ανάγνωσης, να κλείσει το βιβλίο μ’ ένα χαμόγελο, μια αίσθηση αισιοδοξίας ότι η ζωή συνεχίζεται…
-Η λογοτεχνία είναι αντίδοτο στη βία και στην πατριαρχική δομή της κοινωνίας; Είναι ικανή να ανοίξει τα μυαλά;
Πολλά μπορεί να κάνει η λογοτεχνία, μεγάλη η δύναμή της, αλλά δυστυχώς είναι λίγοι αυτοί που το γνωρίζουν και λιγοστεύουν συνεχώς. Το αναγνωστικό κοινό, αντί να διευρύνεται, συρρικνώνεται δραματικά κι αυτό με θλίβει. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η εικονική πραγματικότητα που προβάλλουν, η τοξικότητα που αποπνέουν, σίγουρα δεν αποτελούν αντίδοτο, αλλά δηλητήριο. Ενα βιβλίο, οποιοδήποτε βιβλίο, οποιουδήποτε θέματος, μόνο καλό μπορεί να κάνει. Να διδάξει, χωρίς να είναι δάσκαλος, να προκαλέσει ευφορία, χωρίς να είναι αντικαταθλιπτικό φάρμακο, ακόμα και να σε στηρίξει σε μια δύσκολη στιγμή, χωρίς να είναι δεκανίκι. Ας πούμε ότι τα βιβλία είναι το άροτρο του μυαλού, κρατάει πάντα γόνιμο το έδαφος και υγιές, απαλλαγμένο από βλαβερά ζιζάνια!
-Ο θάνατος, πανταχού παρών, παρουσιάζεται τόσο ως θλιβερό ταξίδι στην ανυπαρξία όσο και ως συναρπαστικό ταξίδι στο άγνωστο. Εσείς, προσωπικά, κλίνετε κάπου μεταξύ των δύο;
Δεν θέλω να πιστεύω ότι ισχύει το πρώτο και εύχομαι να συμβαίνει το δεύτερο! Πάντως, δεδομένου ότι το κάθε βιβλίο αντλεί θέματα από τη ζωή και η ζωή εμπεριέχει πολλούς μικρούς και μεγάλους θανάτους, είναι σαφώς κι αυτός παρών στις σελίδες των περισσότερων βιβλίων, αν όχι όλων. Προσωπικά, ίσως και σαν ψυχοθεραπεία, υπάρχει ως δοκιμασία στους ήρωες και στις ηρωίδες μου. Θέλω πολύ να συμφιλιωθώ μαζί του, αλλά δεν τα έχω καταφέρει.
«Οταν κάποιος φεύγει ταξίδι, Βασιλική μου, του κουνάμε το μαντίλι, έτσι δεν είναι; Στους αγαπημένους μας που φεύγουν για τον ουρανό, τα δάκρυα είναι το μαντίλι… Τους αποχαιρετάμε, παιδί μου». Είναι, άραγε, εφικτό να συμφιλιωθούμε με την ιδέα του θανάτου;
Οπως είπα και πριν, εγώ δυσκολεύομαι. Γι’ αυτό μου έμεινε σαν φράση κάτι που διάβασα πρόσφατα: «Ο θάνατος δεν πρέπει να μας απασχολεί, επειδή όταν είμαστε εμείς υπάρχουμε, ο θάνατος δεν είναι παρών. Κι όταν εκείνος είναι παρών, εμείς δεν υπάρχουμε». Εχοντας πρόσφατα βιώσει την οδυνηρή απώλεια του άνδρα μου, βρίσκομαι στη φάση που είμαι πολύ θυμωμένη με την ιδέα του θανάτου.
-Κυρία Μαντά, τελικά η ζωή μας εξαρτάται από τις επιλογές που κάνουμε ή υπακούμε στη μοίρα, έχοντας την αυταπάτη πως εμείς ορίζουμε τις στιγμές που ζούμε;
Το ποιοι είμαστε διαμορφώνεται απ’ όσα έχουμε ζήσει. «Είμαι εγώ, κάθε τι που μου έχει τύχει», έτσι δεν λένε; Θα έλεγα, λοιπόν, ότι το θέμα είναι μάλλον αποτέλεσμα συνδυασμού. Η μοίρα στέλνει ό,τι επιλέγει να στείλει και εμείς επιλέγουμε τις αντιδράσεις μας. Δεν ορίζουμε τις στιγμές, αλλά καθορίζουμε τον τρόπο που τις βιώνουμε και βάσει όσων εμπειριών αποκομίζουμε, τη συνέχεια της πορείας μας. Τελειώνοντας, θα έλεγα ότι είναι πιο εύκολο να… καταριόμαστε τη μοίρα για τις συμφορές μας, όμως ας σκεφτούμε ότι, ενίοτε, η στάση ζωής ή ο τρόπος που σκεπτόμαστε είναι σαν να έλκύει και ακόμα περισσότερα. Σαν να προκαλεί τη μοίρα να μας δοκιμάσει…