Πώς ξεκινά κάθε φορά το ταξίδι συγγραφής ενός βιβλίου;
Από μια ιδέα, που σιγά σιγά εδραιώνεται στο μυαλό του συγγραφέα, μέχρι που του γίνεται εμμονή. Κάποια στιγμή, όταν πια παίρνεις την απόφαση, η ιδέα πρέπει να γίνει σκελετός της πλοκής και ένα πρόχειρο πραγματολογικό και ψυχολογικό προφίλ των ηρώων, μια «βιογραφία». Και κατόπιν ένα όσο πιο λεπτομερές γίνεται σχεδιάγραμμα όλου του βιβλίου. Ετσι ξεκινά κανείς.
Τι σας ώθησε να γράψετε το μυθιστόρημα «Αγκάθια και πικραλίδες» (Εκδόσεις «Bell»);
Πέραν της εμμονής που είπα παραπάνω, το γεγονός πως θα είχα να κάνω με δύο αντίθετα: Τη μνήμη από τη μία -η μία από τις δύο πρωταγωνίστριες θυμάται τα πάντα από τη ζωή της και τα επαναφέρει διαρκώς όσο και να την πονούν, γιατί δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά- και την απουσία της από την άλλη: την άνοια. Πώς θα μπορούσα να το αξιοποιήσω αυτό; Και τι θα σήμαινε για τους ήρωές μου και εν τέλει -κυρίως αυτό- για τον αναγνώστη;
Ο τίτλος «Αγκάθια και πικραλίδες» είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;
Και τα δύο. Οπως συμβαίνει, άλλωστε, με όλους τους τίτλους, όλων των βιβλίων. Για το κυριολεκτικό κομμάτι: Είναι τα φυτά που έτρωγε ένα αλογάκι στο χωράφι που το είχαν δεμένο.
Δύο γυναίκες που ζουν μαζί, κοιμούνται μαζί και ξυπνούν μαζί. Υπάρχει πρόνοια για τους ανήμπορους ανθρώπους από την Πολιτεία;
Το κράτος πρόνοιας είναι το θεμέλιο της Δημοκρατίας. Πάντα μπορεί να υπάρξει περισσότερη, βέβαια. Γι’ αυτό υπάρχουν οι φόροι. Και, κυρίως, γι’ αυτό δεν πρέπει να υπάρχουν φοροδιαφεύγοντες. Είναι ουτοπία, βέβαια, αυτό, εξ ου και προστρέχει κανείς στην οικογένεια και τις δομές της.
Η μία γυναίκα έχει Αλτσχάιμερ. Γιατί η συγκεκριμένη αρρώστια είναι η πιο δύσκολη για τους ηλικιωμένους ανθρώπους;
Είναι από τις πάρα πολύ δύσκολες για τους ανθρώπους που φροντίζουν τους ασθενείς με Αλτσχάιμερ. Οι ίδιοι οι ασθενείς δεν έχουν πάντα μεγάλη επίγνωση των προβλημάτων τους και κάποτε σταματούν να αισθάνονται άσχημα ή καλά, απολύτως. Αλλά οι συγγενείς, ο περίγυρος, οι φροντιστές… αυτοί έχουν. Είναι τρομερά δύσκολο να έχεις τη διαρκή έγνοια ενός ανθρώπου που έχει χαθεί μέσα στο ίδιο του το μυαλό.
Οι συζητήσεις της νεαρής κοπέλας βοηθούν την ηλικιωμένη να θυμηθεί κάπως το παρελθόν. Μπορεί με αυτόν τον τρόπο να κρατηθεί η μνήμη ή να επαναφέρει κάποια τμήματα ανάμνησης;
Δεν το ξέρουμε αυτό, η νόσος είναι πολύ σκοτεινή και δεν έχει και θεραπεία – όχι ακόμη, τουλάχιστον. Πιθανόν να μην μπορεί να κρατηθεί τίποτε, ειδικά από ένα σημείο (από ένα «στάδιο») και μετά. Το πρόσωπο χάνεται, ο άνθρωπος καταβυθίζεται στον εαυτό του και εν τέλει φεύγει, «λείπει» από το σώμα του, στην πραγματικότητα δεν είναι πια εκεί ούτε μπορεί να επανέλθει. Αλλά η αφηγήτρια δεν το πιστεύει απολύτως αυτό και κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να αφυπνίσει την προστατευόμενή της. Στο τέλος, ποιος ξέρει, μπορεί και να τα καταφέρει. Στα βιβλία καμιά φορά γίνονται θαύματα.
Ανάμεσα στις σκηνές μιας επαναλαμβανόμενης καθημερινότητας, η Αλβανίδα τής αφηγείται και την ιστορία της δικής της ζωής από τότε που ήταν μικρή. Από το ένα δράμα στο άλλο. Δεν έχουν τέλος οι καημοί και τα βάσανα των ανθρώπων;
Οχι, δεν έχουν τέλος, απλώς άλλα είναι όντως βάσανα και άλλα μια απλή καθημερινότητα που οι περισσότεροι τη θεωρούν πιο δύσκολη απ’ ό,τι πράγματι είναι, περισσότερο «οριακή». Οι πραγματικά βασανισμένοι άνθρωποι δεν έχουν χρόνο και όρεξη καν για να γκρινιάξουν. Απλώς πονούν, υποφέρουν και αγωνίζονται. Για να φέρω ένα απλό παράδειγμα, από τη μία μεριά υπάρχει ο κακόμοιρος, ρηχός ανθρωπάκος που θεωρεί… πρόβλημα την αδήριτη ανάγκη να φορά μία προστατευτική μάσκα και ωρύεται και σκίζει τα ρούχα του προξενώντας τρομερό κακό στον εαυτό τους και σε όλους τους άλλους. Και υπάρχει από την άλλη μεριά ο διασωληνωμένος. Ναι, η ηρωίδα μου (που είναι πραγματικός άνθρωπος, όλα όσα λέει έγιναν στ’ αλήθεια, ακόμη και τα πιο απίθανα) έχει περάσει πολλά. Ολοι αυτοί οι άνθρωποι πέρασαν πάρα πολλά στη ζωή τους. Και πολλά τα πέρασαν εξαιτίας μας.
Τα τελευταία χρόνια η σύγχρονη λογοτεχνία έχει καταπιαστεί με κοινωνικά θέματα. Ποιος είναι ο λόγος που οι παλαιότεροι συγγραφείς το απέφευγαν να το κάνουν μέσα από τα βιβλία τους;
Η προσωπική μου εντύπωση είναι πως δεν υπάρχει κάποια θεμελιώδης αλλαγή της στάσης των συγγραφέων. Ισως υπήρξε πριν από μερικές δεκαετίες με το πολιτικό βιβλίο – μία παρένθεση που μάλλον έκλεισε, και ευτυχώς. Από την άλλη, όλες οι ιστορίες είναι κοινωνικές, με τον τρόπο της η καθεμία.
Πέρα από βιβλία για ενηλίκους γράφετε και παιδικά βιβλία. Πώς τα συνδυάζετε όλα αυτά μαζί;
Ετσι κι αλλιώς, μου αρέσει να αφηγούμαι ιστορίες. Είναι η δουλειά μου. Το κάνω με πολλή χαρά, είτε για το ένα είτε για το άλλο κοινό. Κάθε φορά που ξεκινά ένα καινούργιο βιβλίο, είναι το μόνο που με απασχολεί αναφορικά με το γράψιμο.
«Χρειαζόμαστε περισσότερους αναγνώστες»
Τι πρέπει να γίνει για να βελτιωθούν τα πράγματα στην ελληνική λογοτεχνία;
Τίποτε. Ολα πάνε όπως μπορούν να πάνε και έτσι θα συνεχίσουν. Εχουμε πολύ ωραία βιβλία, όπως είχαμε πάντα, και πάντα θα εξακολουθούν να εκδίδονται ακόμη ωραιότερα – και όχι μόνο. Εχουμε βιβλία που καλύπτουν τις περισσότερες κατηγορίες (αν και όχι στους mainstream εκδοτικούς οίκους, που εκδίδουν κυρίως σοβαρή λογοτεχνία, ιστορικό μυθιστόρημα, ρομάντζα και αστυνομικά) και τα περισσότερα είδη (με μεγαλύτερο και πιο χτυπητό έλλειμμα στη λογοτεχνία για εφήβους, που σε πιο προηγμένες αναγνωστικά χώρες θάλλει, ενώ σ’ εμάς φυτοζωεί). Αυτό που ωριμάζει μία εθνική λογοτεχνία είναι η ποσότητα, δηλαδή πολλοί τίτλοι που πωλούνται και διαβάζονται από μεγάλα κοινά. Αν χρειαζόμαστε κάτι, είναι περισσότεροι αναγνώστες για περισσότερους τίτλους. Αλλά είμαστε μικρό κοινό, μικρή αγορά. Ο,τι είμαστε το χρωστάμε στους επίμονους αναγνώστες. Γι’ αυτό και τους ευχαριστώ θερμά.
Info
«ΑΓΚΑΘΙΑ ΚΑΙ ΠΙΚΡΑΛΙΔΕΣ»
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: «BELL»
ΣΕΛ.: 248