Είναι πολυβραβευμένη συγγραφέας και ένα μεγάλο μέρος του έργου της έχει μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες. Το νέο της βιβλίο «ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΙ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ – ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ» από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» σίγουρα θα απασχολήσει αναγνώστες και κριτικούς, και κατά την άποψή μου είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία της!
Κυρία Γαλανάκη, μεγαλώσατε σ’ ένα οικογενειακό περιβάλλον εγγράμματων ανθρώπων με πνευματικές ανησυχίες. Ο πατέρας, Εμμανουήλ Γαλανάκης, ήταν ωτορινολαρυγγολόγος, με υψηλές επιστημονικές βλέψεις. Η μητέρα, Αικατερίνη Παπαματθαιάκη, ήταν μικροβιολόγος με ομόλογες επιστημονικές φιλοδοξίες. «Στο σπίτι, όμως, τα πράγματα είχαν διαφορετική διάταξη», «με τους ρόλους των φύλων να διαχωρίζονται με αυστηρότητα». Κατά πόσο επηρέασε τη συγγραφική σας ανέλιξη η επίδραση του περιβάλλοντος αυτού και ειδικά ο ρόλος του πατέρα σας;
Ολο το οικογενειακό περιβάλλον εγγράφεται ανεξίτηλα στον «σκληρό δίσκο» ενός παιδιού, πολύ περισσότερο ενός παιδιού που κάποτε θα γίνει συγγραφέας ή καλλιτέχνης. Στο δικό μου περιβάλλον δεν υπήρχαν μόνο οι γιατροί γονείς μου – ας σημειωθεί πως ο πατέρας μου είχε πάρει ντοκτορά Ιατρικής από το Πανεπιστήμιο του Μπορντό, λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Υπήρχαν και οι «μη μορφωμένοι», αλλά υψηλού πολιτισμού άνθρωποι στο σπίτι, κυρίως γυναίκες. Οι περιορισμοί των γυναικών και οι κώδικες ηθικής που τις αφορούσαν ήταν πολύ αυστηροί τότε. Ο πατέρας «διοικούσε» την οικογένεια, και ο δικός μου ήταν εξαιρετικά αυστηρός. Επαναστάτησα πριν ενηλικιωθώ, τράβηξα λίγο-πολύ δικό μου δρόμο, αργότερα έγινα συγγραφέας. Αυτό το γεγονός, σε σχέση με τη νοοτροπία και τα ήθη των γονέων, προσπαθώ τώρα, σε μια εποχή στοχαστικής συμφιλίωσης, να διερευνήσω. Ή τώρα θα το έκανα ή ποτέ.
Συχνά τα μυθιστορήματά σας αποτελούν τοιχογραφίες μιας άλλης εποχής. Πώς αποφασίσατε να μιλήσετε για τους γονείς σας, τον Εμμανουήλ και την Αικατερίνη, μέσα από τους ιστορικούς δαιδάλους της εποχής τους: Από τον Εθνικό Διχασμό, τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922 και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο μέχρι τον Εμφύλιο και τη χούντα του 1967;
Για εμένα δεν ήταν αυτό το στοίχημα, αφού εκτός από τα τρία καθαρά «ιστορικά» μυθιστορήματά μου που αναφέρονται στον 19ο αιώνα (με τα οποία λέγεται ότι ανανεώθηκε το είδος), και η Ιστορία του 20ού και η Ιστορία του 21ου αιώνα με έχει απασχολήσει στα υπόλοιπα πέντε μυθιστορήματά μου. Οι γονείς μου, κυρίως ο πατέρας, ήταν άνθρωποι που έζησαν «στο πετσί τους» τα ιστορικά γεγονότα της εποχής τους. Οταν ήμουν παιδί, άκουγα τέτοιες αληθινές ιστορίες σαν παραμύθι και άκουγα να λέγονται με διαφορετικό τρόπο από διαφορετικούς ανθρώπους – φαίνεται, λοιπόν, πως από τότε είχαν έναν μυθιστορηματικό πυρήνα, αλλά μόνο τώρα μπόρεσα να τον εκμεταλλευτώ ως συγγραφέας. Προεκτάσεις αυτών των μειζόνων γεγονότων διαπότισαν τη ζωή του και έθρεψαν τον ισχυρό χαρακτήρα και τις ιδέες του, όπως είναι αυτονόητο.
Από τον υπότιτλο του βιβλίου «Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια» καταλαβαίνουμε πολλά. Τι ακριβώς σημαίνει κάτι τέτοιο σε ένα μυθιστόρημα το οποίο επιχειρεί να ανακινήσει την οικογενειακή ιστορία σας;
Σωστά λέτε ότι ο υπότιτλος αφήνει να εννοηθούν πολλά, επειδή ένας συγγραφέας λογοτεχνίας δεν θα γράψει απλώς μια τυπική βιογραφία ή αυτοβιογραφία. Ο συγγραφέας δεν πρέπει να καθρεφτιστεί απλώς μέσα στους παλιούς οικογενειακούς καθρέφτες, μα οφείλει να ερευνήσει και τι είναι κρυμμένο πίσω τους. Θα υποθέσει, θα προτείνει, θα συγκρίνει και θα ρωτήσει τις παλιές μαυρόασπρες φωτογραφίες με τέτοιο τρόπο που να του αφηγηθούν πολύ περισσότερα από όσα εικονίζουν. Αρα, ένα «παραμύθι που δεν είναι παραμύθι» αξιοποιεί μεν την πραγματικότητα, τα κατάλοιπα, τα ντοκουμέντα, αλλά προσθέτει σε όλα αυτά στοχασμό, εικασίες, επιθυμίες, ερμηνείες, συναισθήματα. Στην ηλικία μου, όπου είναι κανείς ευγνώμων ακόμη και για τα δικά του λάθη, θα έλεγα ότι ο συγγραφέας οφείλει και ένα αίσθημα δικαιοσύνης απέναντι σε όσα τον σημάδεψαν, ακόμη και αν τον πλήγωσαν για πάντα.
Η ιστορία της κρητικής λογοτεχνίας και λογιοσύνης αναφέρεται στο βιβλίο σας και μέσα από τον Ιωάννη Κονδυλάκη, που αναλαμβάνει ξεχωριστό ρόλο στον περίγυρο της πλοκής, και τον Νίκο Καζαντζάκη, μέχρι τους φιλολόγους Μενέλαο Παρλαμά και Στυλιανό Αλεξίου και τον έφορο της Βικελαίας Βιβλιοθήκης Ηρακλείου, Νίκο Γιανναδάκη (τον πρώτο σύζυγό σας). Τους κουβαλάμε, τελικά, μέσα μας τους ήρωες της γενέθλιας γης μας;
Εμένα μου αρέσει πολύ η κρητική λογιοσύνη που συμβάδιζε, και συμβαδίζει πάντα, με την γκροτέσκα και διαδεδομένη αντίληψη των Κρητικών ως ανθρώπων μόνο των όπλων και του τσαμπουκά. Υπάρχει, ωστόσο, και η μεγάλη παράδοση της Κρήτης στα γράμματα και τις τέχνες εδώ και αιώνες. Ας μην ξεχνάμε ότι στην Κρήτη τον καιρό της Βενετοκρατίας υπήρξε αναγέννηση στη λογοτεχνία και τη ζωγραφική, μοναδική στον ελληνόφωνο κόσμο. Αλλά και οι τελευταίοι αιώνες, ιδιαίτερα ο εικοστός αιώνας που έφερε και την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, έδωσαν μεγέθη υψηλής πνευματικότητας. Η αύρα τέτοιων ανθρώπων εξακολουθεί να με αγγίζει, άλλωστε τα βιβλία των Καζαντζάκη και Κονδυλάκη ανήκουν στα πρώτα μου διαβάσματα, κατά την εφηβεία, και δεν θα μπορούσαν να λείψουν από το «Εμμανουήλ και Αικατερίνη». Επιπλέον, ο Καζαντζάκης ήταν Ηρακλειώτης, ο δε Κονδυλάκης είχε γεννηθεί στην Ανω Βιάννο, τόπο της εκ μητρός καταγωγής μου. Ο Μενέλαος Παρλαμάς υπήρξε καθηγητής μου και αργότερα φίλος, ενώ με τον Στυλιανό Αλεξίου συνδεθήκαμε αργότερα. Κουβαλάμε μέσα μας με πολλούς τρόπους τη γενέθλια γη, ώστε τέτοιοι άνθρωποι -τέκνα αυτής της γης- δεν αποχωρούν μετά τη φυσική τους αποχώρηση από την καρδιά μας, συχνά ούτε και από το έργο μας.
Συμφωνείτε με τον Μπόρχες που λέει ουσιαστικά ότι όλη η λογοτεχνία είναι αυτοβιογραφική; Αν ναι, ποιο είναι, κατά τη γνώμη σας, το «κλειδί» ώστε μια αυτοβιογραφία να αφορά και άλλους;
Εχει σε αρκετά δίκιο ο σοφός Μπόρχες. Αλλο όμως αυτοβιογραφική και άλλο αυτοαναφορική λογοτεχνία. Δηλαδή, είναι διαφορετικό να ξεκινάς από τα βιώματα και τις σκέψεις σου περνώντας τα σε τρίτα πρόσωπα, ακόμη και σε άλλες εποχές εκτός από τη δική σου. Και διαφορετικό να γράφεις συνέχεια το ένα μετά το άλλο τα βιβλία αποκλειστικά για τη δική σου την προσωπική ζωή. Για να μην παρεξηγηθώ, προσθέτω ότι το αποτέλεσμα κρίνει τη σπουδαιότητα ενός έργου, ανεξάρτητα από το είδος του ή την πρόθεση του συγγραφέα. Προσωπικά, με κουράζουν τα μυθιστορήματα που επανακυκλώνουν την αυτοαναφορικότητα του συγγραφέα, όπως με κουράζουν και πολλά άλλα για διάφορους λόγους. Τώρα, αν μου ζητάτε το «κλειδί», αυτό είναι ένα και μοναδικό: Να είναι λογοτεχνικά άρτιο το έργο, ανεξάρτητα από μόδες και σχολές, αγγίζοντας τον βαθύτερο πυρήνα της ανθρώπινης περιπέτειας, του ανθρώπινου δράματος. Μόνο έτσι το εγώ γίνεται εμείς, το αυτοβιογραφικό γίνεται άρτος που μοιράζεται στους πάντες. Θέλει, ωστόσο, κόπο, ωριμότητα, παιδεία, μαθητεία, προσήλωση, ταπεινότητα, θα έλεγα και πολύ μεγάλο σεβασμό για «τον άνθρωπο».
Ο κόσμος μας αλλάζει ραγδαία. Μέσα σε αυτόν ο συγγραφέας πώς υπάρχει, πώς συμπεριφέρεται; Αρκετοί κατηγορούν τους διανοουμένους ότι έχουν γίνει μέρος της ελίτ… Τι απαντάτε;
Ο συγγραφέας είναι μέρος του κοινωνικού συνόλου και θα «σπάσει τα μούτρα του» αν, από ναρκισσισμό ή από σκέτη ανοησία, θεωρήσει τον εαυτό του ως εξαίρεση, ως τον εκλεκτό της ζωής, ως το προνομιακό ον. Επιπλέον, υπάρχουν λογιών λογιών συγγραφείς και εύκολα διαπιστώνει κανείς τις μεγάλες αποκλίσεις ανάμεσά τους και σήμερα και πάντα. Θα ήθελα, ωστόσο, να κάνω έναν σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στον συγγραφέα λογοτεχνίας και τον διανοούμενο γενικά. Δηλαδή, ο συγγραφέας είναι και διανοούμενος (αν και όχι όλοι), ενώ ο διανοούμενος σπάνια ασχολείται συστηματικά με το γράψιμο λογοτεχνίας. Υπάρχουν, όπως λέτε, συγγραφείς και διανοούμενοι που επιδιώκουν την τακτική συνάφεια με την εκάστοτε εξουσία, με τους επίσημους θεσμούς, και ενδεχομένως διάφορες υψηλές θέσεις. Από την άλλη, υπάρχουν και οι μοναχικοί συγγραφείς, οι πιο αυστηροί, όσοι δεν επιδιώκουν κάτι, αλλά και δεν το αρνούνται όταν τους προσφέρεται. Υπάρχουν και αρκετοί ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο. Λίγο-πολύ αυτό γινόταν πάντα και στην ιδιάζουσα εποχή μας αυτό γίνεται πιο εύκολα ορατό. Το ερώτημα θα ήταν, ίσως, εάν η πολλή συνάφεια με την εκάστοτε εξουσία, κάθε είδους πολιτική εξουσία εννοώ, αποδυναμώνει το έργο. Η γνώμη μου πως είναι πολύ πιθανό, αλλά όχι και προδιαγεγραμμένο. Προσωπικά, η συμπάθειά μου κλίνει προς τους πιο μοναχικούς ανθρώπους οτιδήποτε κι αν πράττουν.
Η Ελλάδα ζει δύσκολες στιγμές, όπως και όλος ο κόσμος φυσικά. Τελικά, από την ιστορική αλυσίδα ο άνθρωπος μαθαίνει; Πιστεύετε πως υπάρχουν ακόμη ευκαιρίες, κυρίως, για τους νέους ανθρώπους; Θα τα καταφέρουμε;
Οχι, ο κόσμος δεν διδάσκεται από την Ιστορία και η απίστευτη εισβολή στην Ουκρανία αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Διδάσκονται μόνο όσοι «θέλουν να διδαχθούν». Αντίθετα, καθόλου «δεν θέλουν να διδαχθούν» από την Ιστορία οι σκοτεινοί δικτάτορες του 21ου αιώνα – αυτό δα τους έλειπε. Και οι νέοι πάλι θα τα καταφέρουν, γιατί πάντα οι νέοι κατάφερναν να φέρουν μέσα στο σκοτάδι τόσο φως. Οι ίδιοι είναι το φως, θέλω να το πιστεύω αυτό, όπως πιστεύω πως κάθε γενιά έχει τις δικές της δυσκολίες.
Info
«ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΚΑΙ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ – ΤΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ»
ΡΕΑ ΓΑΛΑΝΑΚΗ
ΣΕΛ.: 418
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: «ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ»