Για πέμπτη χρονιά η εφημερίδα μας φιλοξενεί διηγήματα, και φέτος αναφέρονται στην πόλη της Αθήνας. Μιας ιστορικής πόλης με σπουδαία ιστορία και πολιτισμό. Σήμερα η Αθήνα έχει εξελιχθεί σε μια μεγαλούπολη που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο πληθυσμό της Ελλάδας. Εχει μετατραπεί η Αθήνα σε ένα μωσαϊκό με ψηφίδες πολιτισμού και γίνονται προσπάθειες να αποκτήσουν οι κάτοικοι μια εξωστρέφεια να βγαίνουν και να περπατούν στους δρόμους και να μάθουν να αγαπούν τον γενέθλιο τόπο όπου μεγάλωσαν.
Είκοσι δύο σύγχρονοι Ελληνες συγγραφείς μάς ταξιδεύουν, μας μαθαίνουν και αφηγούνται γνωστές και αθέατες πλευρές την πρωτεύουσας. Οι περιγραφές καθημερινών στιγμιότυπων μέσα από τη γραφή αποκτά μια νέα δυναμική, αφού το προσωπικό ύφος των δημιουργών μάς δίνει την ευκαιρία να απολαύσουμε τις διηγήσεις και τις αφηγήσεις.
Κάθε εφημερίδα είναι εστία πολιτισμού. Η δική μας εφημερίδα αγαπά το βιβλίο και σας χαρίζει υπέροχες στιγμές με τα καλοκαιρινά αναγνώσματα. Σας καλωσορίζουμε στον κόσμο της γραφής.
H έκπληξη εκείνης της στιγμής
Προσπάθησε να τιθασεύσει τα μακριά, καστανόξανθα μαλλιά της με δύο ροζ κοκαλάκια λίγο πιο πάνω από τους κροτάφους, πέρασε ένα διάφανο lip gloss στα κόκκινα από φυσικού τους χείλη της και λίγη κολόνια από λεμόνι πίσω από τα αφτιά και τον λαιμό της. Ηταν μόλις 17 μισό και δεν χρειαζόταν περισσότερα. Ο χρόνος δεν είχε προλάβει να κάνει καμία δυσάρεστη παρέμβαση πάνω της και η ζωή όλη ήταν μπροστά της. Το «μισό» στην ηλικία της το τόνιζε πάντα για να μειώσει κατά τι τη διαφορά ενός έτους που τη χώριζε από τις συμμαθήτριές της, καθώς είχε πάει μικρότερη στην πρώτη τάξη. Θηλαίων το σχολείο της και αυστηρό, εξ ου και τα κοκαλάκια που έπρεπε να κρατάνε πάντα ανοιχτό το κούτελο. Αυτό επέβαλλε το καταστατικό του λυκείου απ’ όπου αποφοίτησε και δεν είχε ακόμα προλάβει να αποβάλει τις επιβολές και τις απαγορεύσεις του.
Πρώτη φορά στην Ελλάδα, πρώτη φορά στην Αθήνα και πρώτος σταθμός ο Βύρωνας. Ενας από τους αρχικούς αστικούς προσφυγικούς συνοικισμούς της Ελλάδας. Είχαν περάσει πολλά χρόνια, ωστόσο μπορούσε ακόμα να δει κανείς σπιτάκια που έφερναν στη μνήμη τον πόνο του ’22, όπως εξάλλου και στην παρακείμενη Νέα Ελβετία, πόσο μάλλον στην Καισαριανή. Οπως γίνεται συνήθως, εκείνοι που έφθασαν με την ψυχή στο στόμα τράβηξαν κοντά τους φίλους και συγγενείς που έφυγαν από τη γείτονα χώρα για παρόμοιους λόγους και έτσι η συνοικία επεκτάθηκε. Μία από τους τελευταίους του είδους ήταν και η αφεντιά της, κάτι όμως που τη γέμιζε χαρά και όχι θλίψη. Είχε λατρέψει την Αθήνα από την πρώτη στιγμή και ήταν στο εφηβικό μυαλό της συνώνυμο της ελευθερίας. Για αυτό δεν ευθύνονταν μόνο τα 17 και μισό χρόνια που τη βάραιναν, αλλά και όλη η περιρρέουσα ατμόσφαιρα του ’81 που υποσχόταν πολλά. Ολα τής ήταν πρωτόγνωρα και εντυπωσιακά. Οι νέοι ντύνονταν όπως ήθελαν, έλεγαν ό,τι ήθελαν, διασκέδαζαν όπως ήθελαν και όλοι είχαν όνειρα για το μέλλον και την επερχόμενη Αλλαγή.
Φοιτήτρια πλέον σε μια σχολή που δεν γούσταρε, αλλά της εξασφάλιζε το εισιτήριο για τη ζωή που ονειρεύεται κάθε νέος, την περιβόητη και περιπόθητη φοιτητική ζωή, ξυπνούσε εδώ και κάτι εβδομάδες αχάραγα για να πάει στην άλλη άκρη της Αθήνας ή καλύτερα πιο έξω από αυτή, στον Πειραιά. Προσπαθούσε να βρει τον πιο βολικό τρόπο για να διανύσει όλη αυτή την απόσταση με τα μέσα μαζικής μεταφοράς και δεν ήταν λίγες οι φορές που βρισκόταν αλλού κι αλλού, καθώς δεν είχε προσανατολιστεί καλά στην ευρύτερη περιοχή της πρωτεύουσας και οι περισσότερες ονομασίες των συνοικιών τής ήταν παντελώς άγνωστες.
Ηταν Παρασκευή πρωί και φαινόταν πως θα έκανε ζέστη στη διάρκεια της μέρας. Επέλεξε να φορέσει το λευκό φόρεμά της με τα λουλουδάκια στον ποδόγυρο και στις τιράντες που ταίριαζαν με τα κοκαλάκια της. Δεν έφαγε πρωινό, γιατί είχε άλλα σχέδια. Μια μέρα καθώς έκανε αναγνωριστικές βόλτες στην περιοχή, ένα γνώριμο άρωμα από ζαχαροπλαστείο στη Χρεμωνίδου την είχε τραβήξει σαν μαγνήτης. Μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά και η ταμπέλα πάνω από την τζαμαρία έγραφε, με λατινικούς χαρακτήρες, LIDO. Της θύμισε τον τόπο της και μπήκε μέσα λες και έμπαινε στο σπίτι της. Καθώς δεν ήταν λάτρης του γλυκού, εντόπισε μια ντάνα γιαγλίδικα. Τα γλυκάλμυρα εκείνα κουλουράκια με μαχλέπι και μαυροκούκι που της έφτιαχνε η γιαγιά της. Η γεύση τους ήταν αυθεντική και έκτοτε έγινε φαν του μαγαζιού. Προτιμούσε να κατεβαίνει με τα πόδια μέχρι εκεί, να αγοράζει μερικά κουλουράκια και να τα τρώει στη διαδρομή συνοδεύοντάς τα με κρύο γάλα. Αυτό σκόπευε να κάνει και τη μέρα εκείνη. Βγήκε στην Αναλήψεως και άρχισε να κατηφορίζει τον δρόμο. Ηταν πολύ νωρίς και οι περαστικοί λιγοστοί. Σκέφτηκε να κόψει δρόμο απ’ τα απότομα σκαλάκια που ήταν στα αριστερά. Παρότι πυκνοκατοικημένη η περιοχή, διέθετε πάμπολλα δένδρα, που την ώρα εκείνη σκορπούσαν ένα ευχάριστο άρωμα και αίσθηση δροσιάς.
Κατέβηκε στην αρχή ένα ένα τα σκαλιά, μετά πηδώντας τα με ρυθμό και στη συνέχεια ένα μπρός δύο πίσω ή δύο μπρός ένα πίσω, σύμφωνα με τη μελωδία που αναπαρήγαγε στο μυαλό της. Τα μαλλιά της, καθώς και τα λουλούδια στον ποδόγυρό της, ακολουθούσαν πιστά τον ρυθμό και ήταν λες και χόρευαν μαζί της. Ξαφνικά πρόσεξε έναν άνδρα που είχε σταθεί στα πρώτα σκαλοπάτια και την κοιτούσε επίμονα. Κοκάλωσε. Ο άνδρας άρχισε να ανεβαίνει αργά αργά τα σκαλιά με το βλέμμα στραμμένο πάνω της. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ της δεν έβγαινε στον δρόμο μόνη της. Πάντα με τους γονείς ή τον αδελφό της, γιατί τα μάτια ήταν αδιάκριτα, τα χέρια απειλητικά… Τώρα στην Ελλάδα ήταν μόνη κι όμως δεν είχε αισθανθεί φόβο μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ο άνδρας συνέχισε να ανεβαίνει βασανιστικά αργά, αλλά σταθερά κι εκείνη καρφωμένη στη θέση της προσπαθούσε να κάνει εκτίμηση της κατάστασης. Να έκανε άραγε όπισθεν ολοταχώς και να ανέβαινε τρέχοντας τα σκαλιά; Της φάνηκε γελοίο. Να έμπηγε τις φωνές και να ζητούσε βοήθεια; Ακόμα γελοιότερο. Με μισό μάτι τον κοίταξε και της φάνηκε γέρος. Θα πρέπει να ήταν γύρω στα σαράντα, με κοστούμι και τσάντα Samsonite στον ώμο. Λογικά, αν άρχιζε να τρέχει δεν θα μπορούσε να την προλάβει, αλλά και πάλι ποτέ δεν ξέρει κανείς. Αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα. Αρχισε να κατεβαίνει λοξά τα σκαλιά φροντίζοντας να βρίσκεται όσο το δυνατόν πιο μακριά του, όταν θα έφταναν στην ίδια ευθεία. Αστραπιαία σκέφτηκε πόσο απερίσκεπτη ήταν που φόρεσε το φουστάνι της χωρίς φανελάκι. Δύο τιραντάκια όλα κι όλα, τι να καλύψουν; Ωμοι, μπράτσα στη φόρα… Θεέ μου, χάθηκε να κατέβαινε σεμνά τα σκαλοπάτια; Η καρδιά της χτυπούσε τρελά και τα μάγουλά της έκαιγαν.
Ο άνδρας πλησίασε, έφθασε στο ίδιο σκαλί και προσπέρασε.
-Γεια σου, ρε κοπελιά, μου ομόρφυνες τη μέρα, άκουσε έκπληκτη να της λέει καθώς απομακρυνόταν.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, αλλά το σκηνικό αυτό δεν έφυγε ποτέ από το μυαλό της. Οχι για τίποτε άλλο, αλλά γιατί κάθε φορά που τη ρωτούσαν τον λόγο που είχε δεθεί παθιασμένα με την Αθήνα, ζωντάνευε στη μνήμη της η έκπληξη εκείνης της στιγμής. Δεν ήταν κάτι που μπορούσε να περιγράψει με λέξεις, απλά το ένιωθε.