Ιδιαίτερα σε πόλεις όπως η Νέα Υόρκη, το Σικάγο, το Πίτσμπεργκ. Το Λος Αντζελες είναι πόλη μεταναστών», λέει ο παραλίγο… οσκαρούχος Μάικλ Κίτον σε πρόσφατη συνέντευξή του, με αφορμή την πρωταγωνιστική του ερμηνεία στην ταινία «The Founder» του Τζον Λι Χάνκοκ, που θα κάνει πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες την ερχόμενη Πέμπτη. Σε αυτή την ταινία ο πρώην κύριος «Birdman» υποδύεται τον Ρέι Κροκ, έναν πενηντάρη πωλητή μηχανών μιλκσέικ στη δεκαετία του ’50, που συναντά στο δρόμο του το πρώτο McDonald’s που στήθηκε από δύο αδέλφια στη Νότια Καλιφόρνια.
Ο Κροκ βλέπει μπροστά του μια έτοιμη μηχανή παραγωγής χρήματος και πείθει τα αδέλφια να συνεργασθούν και να ανοίξει αντίστοιχα καταστήματα σε άλλες περιοχές των ΗΠΑ, τα οποία θα επιβλέπει ο ίδιος. Καθώς τα κέρδη αυξάνονται ιλιγγιωδώς, ο Κροκ δεν θα διστάσει να παραμερίσει τα δύο αδέλφια, να αποκτήσει το copyright της ιδέας τους και να δημιουργήσει τη fast food αυτοκρατορία που γνωρίζει σήμερα όλος ο πλανήτης. «Ο Ρέι Κροκ ήταν ο τύπος που συνήθιζε να παίρνει αυτό που ήθελε. Είδε τα αδέλφια και την επιχείρησή τους και σκέφτηκε “θα τους κόψω τα πόδια. Θα είμαι αδίστακτος”. Και το έκανε. Αυτή η συμφωνία που κάνουν ορισμένοι άνθρωποι με το διάβολο, μου φαίνεται -ως ηθοποιός- εξαιρετική», σχολιάζει ο Κίτον.
Τα McDonald’s ξεκίνησαν από τα αδέλφια Ρίτσαρντ και Μόρις Μακντόναλντ στο Σαν Μπερναντίνο της Καλιφόρνια το 1948. Λίγα χρόνια αργότερα, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, ο Ρέι Κροκ πήρε το franchise και στη συνέχεια έστησε τη γνωστή αλυσίδα σε όλη την Αμερική. «Δεν ήξερα ότι η εταιρία ξεκίνησε από τα δύο αδέλφια και νομίζω ότι το 90% του κόσμου επίσης δεν το γνωρίζει αυτό», σημειώνει ο Μάικλ Κίτον, που βρίσκει στοιχεία από τον εαυτό του στην αθόρυβη σκηνή της ταινίας όπου ο Κροκ ένα βράδυ σκουπίζει και σφουγγαρίζει το χώρο γύρω από το κατάστημά του σαν να ήταν ένας οποιοσδήποτε υπάλληλος. «Οταν καταφέρνω να κατανοήσω πλήρως τον ήρωα που υποδύομαι, δεν υπάρχει άλλος τρόπος να συνεχίσω εκτός από αυτόν που προϋποθέτει πολλή δουλειά.
Η ιστορία μιας αναδυόμενης Αφροδίτης
Αν η δική μου υποχρέωση είναι να εμφανίζομαι καθημερινά στα γυρίσματα και να αφηγούμαι μαζί με άλλους μια ιστορία, νιώθω υποχρεωμένος να δουλέψω πολύ και σκληρά για να επιτευχθεί αυτό. Βέβαια, δεν γυρίζω σπίτι το βράδυ κουρασμένος ή με βρόμικα χέρια και αυτό είναι παράξενη αίσθηση. Εχω όμως κι άλλες ασχολίες, από τις οποίες αποκομίζω το συναίσθημα ότι κάτι κάνω», τονίζει ο Αμερικανός ηθοποιός, που, όπως και ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις, δεν βλέπει τις ταινίες του. «Δεν αντέχω να το κάνω αυτό», ισχυρίζεται και επανέρχεται στο ρόλο που τον επανέφερε πριν από τρία χρόνια στην επικαιρότητα και στη διεκδίκηση του Οσκαρ.
«Στο “Birdman” ήμασταν όλοι, ηθοποιοί και συνεργείο, ταγμένοι πραγματικά σε αυτό που κάναμε και στο όραμα του Αλεχάντρο Γκονζάλεζ Ινιάριτου. Κάθε μέρα, κάθε δευτερόλεπτο ήμασταν απόλυτα προσηλωμένοι γιατί δεν ήταν κάτι που είχαμε βιώσει στο παρελθόν. Η δουλειά μας δεν ήταν απλά να παραμένουμε εντός ρόλου κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Επρεπε να ανταποκριθείς σαν όργανο μιας μεγάλης ορχήστρας. Επρεπε να χορογραφείς τον εαυτό σου. Το πιο συνηθισμένο στα γυρίσματα είναι να προσπαθείς να είσαι πιστός στον ήρωα που υποδύεσαι και όλα τα υπόλοιπα τα φρόντιζαν άλλοι. Στο “Birdman” δεν ήταν έτσι. Δεν υπήρχε μέρα που να γυρίσω στο σπίτι και να μη νιώθω ότι έκανα κάτι σήμερα. Κάτι άξιο λόγου. Δεν νιώθεις συχνά έτσι», υποστηρίζει.
Από τον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής
Κώστας Ζαλίγκας