Πλέον, το κόμικ κυκλοφορεί στη χώρα μας από τις εκδόσεις Κάκτος σε μετάφραση Αλέξη Καλοφωλιά, με τον Αργεντινό Ale Aragon να υπογράφει την εικονογράφηση της ιστορίας που αφηγείται ο Κρις Τζέιμς.
Στο επίκεντρο του κόμικ βρίσκεται ο γιος του Σουλιώτη αρχηγού Κίτσου Μπότσαρη, Μάρκος, ο οποίος μεγαλώνει αιχμάλωτος στο παλάτι του Αλή Πασά. Δέκα χρόνια αργότερα, το 1821, ο Μάρκος Μπότσαρης επιστρέφει στη φωτιά της Επανάστασης με σκοπό να οδηγήσει το λαό του στη νίκη. Σε αυτό το ταξίδι προς την ελευθερία, θα σταθεί απέναντι στους δαίμονές του και θα γνωρίσει την αγάπη, την προδοσία, την εκδίκηση και τη δόξα.
Οπως μας έλεγε πέρυσι ο Αμερικανός δημιουργός, όλα ξεκίνησαν από μια παραίνεση ενός Ελληνοαμερικανού φίλου του να ασχοληθεί με την Ελληνική Επανάσταση. «Πριν από δέκα χρόνια είχα τελειώσει τον κύκλο της πρώτης μου ταινίας στα φεστιβάλ και αναζητούσα το επόμενο βήμα μου. Δεν ήθελα να γυρίσω κατευθείαν μια δεύτερη ταινία που θα με κρατούσε καθηλωμένο στο Λος Αντζελες για δύο ακόμη χρόνια. Ηθελα να βγω έξω, στον κόσμο.
Ο φίλος μου ο Νικ επέμενε ότι έπρεπε να γίνει μια ταινία για το 1821 και μου έδωσε μερικά βιβλία να διαβάσω. Αμέσως κόλλησα. Μου προκάλεσε μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι όλοι γνώριζαν για τον Ναπολέοντα και τη Γαλλική Επανάσταση, αλλά η Ελληνική Επανάσταση, που έφερε τόσο σημαντικές αλλαγές στην Ευρώπη όπως την ξέρουμε σήμερα, περνούσε απαρατήρητη. Ετσι, αποφάσισα να κάνω μια απόπειρα να τη φωτίσω», έλεγε ο Κρις Τζέιμς, ο οποίος ταξίδεψε από τα Ιωάννινα, το Σούλι και τη Γραβιά μέχρι το Ναύπλιο, τη Μάνη, τη Μονεμβασιά, τις Σπέτσες και την Υδρα, πριν καταθέσει τη δική του ματιά και ιστορία. «Περπάτησα στο βουνό όπου βρίσκεται η σπηλιά του Οδυσσέα στην Ιθάκη και αντιμετώπισα τους δικούς μου δαίμονες.
Στη Μονεμβασιά αρρώστησα σοβαρά και κλεισμένος στο μικρό μου δωμάτιο οραματιζόμουν αιματηρές μάχες σώμα με σώμα στο πλακόστρωτο έξω από το παράθυρό μου. Στεκόμουν στους ανοικτούς δημόσιους χώρους στα μέρη που επισκέφθηκα και με το νου μου έφερνα μπροστά μου το χάος που επικρατούσε τότε στις μάχες με τους Τούρκους», έλεγε ο Κρις Τζέιμς και συμπλήρωνε: «Ο χρόνος που πέρασα στην Ελλάδα ήταν μοναχικός και μέσα στη σιωπή. Ημουν αποκλεισμένος στη μέση του χειμώνα. Η εμπειρία ήταν σουρεαλιστική. Νιώθω την ανάγκη να επιστρέψω στη χώρα, εφοδιασμένος πια με όσα έχω μάθει πλέον για την Ελλάδα. Και με πιο καθαρή ματιά. Με το μυαλό μου ανοικτό και “παρών” για να την ξαναδώ σα να είναι η πρώτη φορά».
Για την απόφασή του να χρησιμοποιήσει τον Μάρκο Μπότσαρη ως κεντρικό ήρωα της ιστορίας του, ο Κρις Τζέιμς έλεγε ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο λειτούργησε περισσότερο ως αφορμή. «Υπάρχουν στοιχεία στην ιστορία μου που είναι παρμένα από τη ζωή του, αλλά στο μεγαλύτερο μέρος τον χρησιμοποιώ συμβολικά», σημείωνε. Και πάλι επισκέφθηκε το Σούλι και τα μέρη όπου ο Κίτσος Μπότσαρης οδηγούσε τους άνδρες του απέναντι στο στρατό του Αλή Πασά.
«Στεκόμουν στους λόφους του Σουλίου και προσπαθούσα να φαντασθώ πώς είναι να είσαι παιδί και να βλέπεις μπροστά σου να εκτυλίσσονται σφαγές. Εκεί ξεκίνησε η ιστορία μου. Με τον Μάρκο Μπότσαρη παιδί, να βρίσκεται στη μέση μιας επίθεσης που έχει διατάξει ο Αλή Πασάς, για την οποία δεν μπορεί να κάνει το παραμικρό».
Διακόσια χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821 και καθώς η Ελλάδα ετοιμάζεται να γιορτάσει αυτή την επέτειο, ακόμη κι αν η πανδημία αλλάξει τους αρχικούς σχεδιασμούς, ο Κρις Τζέιμς εύχεται «να κατανοήσουμε ότι υπάρχουν τρόποι για να είμαστε σαν ανθρωπότητα ο ένας δίπλα στον άλλο. Διανύουμε μια εποχή όπου ο διχασμός είναι πιο έντονος από ποτέ και νέα τείχη χτίζονται ανάμεσά μας.
Ομως χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο για να πετύχουμε και όπως έχουμε διαπιστώσει στο πρόσφατο παρελθόν, ο κόσμος δεν μπορεί να λειτουργήσει αν ακόμα και μια οικονομία χρεοκοπήσει. Είναι πιο εύκολο να πάρεις διαζύγιο από το να παλέψεις για έναν καλό γάμο. Ομως είναι πραγματικά υπέροχο όταν στεκόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλο και εργαζόμαστε από κοινού, παρά τις διαφορές μας, για να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου