Συντροφιά με το ποιητικό πολυπολιτισμικό σύμπαν του Νίκου Καββαδία… μένουμε σπίτι. Κάτω από την απρόσμενη και πρωτόγνωρη συνθήκη που ζούμε, ας κάνουμε ένα ταξίδι στο πέλαγος της γραφής του μεγάλου ποιητή των «Οριζόντων».
Ναύτης και ασυρματιστής, διανοούμενος, ποιητής και εξοικειωμένος με τις σκληρές συνθήκες της θάλασσας, «ιδανικός εραστής των μακρυσμένων ταξιδιών και των θαλάσσιων πόντων», ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε στη Βόρεια Ρωσία το 1910. Μεγάλωσε στο Αργοστόλι και στον Πειραιά. Έζησε σε ολόκληρο τον κόσμο και παρέδωσε ένα έργο που μιλάει ακόμα και σήμερα για την τόλμη, το όνειρο, τη φυγή, την πραγματικότητα, το θάρρος και την αναζήτηση.
«Ο Καββαδίας ήταν μια φωτεινή αχτίδα σε έναν σκληρό κόσμο», έλεγε ο ζωγράφος και φίλος του ποιητή, Βασίλης Σπεράντζας. Πράγματι, η τέχνη του μοιάζει ως ιδεολογία της μετουσίωσης των ασήμαντων λεπτομερειών της ζωής σε μια δέσμη φωτός της ύπαρξής μας. Κανείς άλλος δεν εξύψωσε όσο ο Καββαδίας τη θαυματουργή δύναμη του ταξιδιού, της «μητέρας» θάλασσας.
Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, το 1914, ο Νίκος Καββαδίας ήρθε με την οικογένειά του στην Ελλάδα. Επέλεξαν ως τόπο διαμονής το Αργοστόλι, ενώ ο πατέρας επιστρέφει στις επιχειρήσεις του στη Ρωσία, όπου καταστρέφεται οικονομικά. Μετά το Αργοστόλι, η οικογένεια εγκαθίσταται στον Πειραιά. Ο Καββαδίας πηγαίνει στο Δημοτικό και είναι συμμαθητής με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον παπα-Γιώργη Πυρουνάκη.
Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, δίνει εξετάσεις στην Ιατρική Σχολή. Όμως, τον Οκτώβριο του 1929 αφήνει τα αμφιθέατρα γιατί ο πατέρας του πεθαίνει και αναγκάζεται να ταξιδέψει. Στον ελεύθερο χρόνο του διαβάζει Baudelaire, Ουράνη και Καρυωτάκη και μελετά τη ζωγραφική της Σχολής του Παρισιού. Συνεργάζεται με διάφορα φιλολογικά περιοδικά της εποχής και μπαίνει στους κύκλους λογοτεχνών και ποιητών.
Για τον Σεφέρη, ο Καββαδίας ήταν ο καλύτερος χειριστής της ελληνικής γλώσσας. Με όχημα τη θάλασσα και τα ταξίδια, το έργο του μιλάει για τη μοναξιά, την έλλειψη συντροφικότητας, στοιχεία γνώριμα στους ναυτικούς. Η ναυτική του πορεία από τη Μεσόγειο έως την Αυστραλία και από τη Σουηδία μέχρι το Χονγκ Κονγκ συνοδεύεται από την ποίηση. Η γυναίκα για τον Καββαδία αποτελεί πηγή έμπνευσης τόσο ως πόθος όσο και ως αίσθημα ανεκπλήρωτο. Στην πρώτη του συλλογή «Μαραμπού» (1933), όπως και στα μεταγενέστερα ποιήματά του «Φάτα Μοργκάνα», «Γυναίκα», «Αντινομία», «Θεσσαλονίκη», η γυναικεία παρουσία μετουσιώνεται στην αναζήτηση της αγάπης και του έρωτα. Τα πλοία, τα λιμάνια και τα φυσικά φαινόμενα περικλείουν επίσης το έργο του.
Τα ναρκωτικά, ο ρατσισμός προς τους έγχρωμους και ο πληρωμένος έρωτας των λιμανιών της εποχής μπορεί να ήταν η απορριπτέα πραγματικότητα του ’40, αλλά ο Καββαδίας τη συνέθεσε μοναδικά με τη λυρική του ματιά. Απλοί, περιθωριοποιημένοι άνθρωποι γίνονται τραγικοί ήρωες, όπως ο Γουίλι ο θερμαστής ή ο πλοίαρχος Φλέτσερ. Η ποιητική του συλλογή «Πούσι» (1947) περιλαμβάνει μεταξύ άλλων τα ποιήματα «Kuro Siwo», «Στεριανή ζάλη», «Federico Garcia Lorca», «Σταυρός του Νότου».
Από την αρχή του ‘50 ταξιδεύει συνεχώς και γράφει μεσοπέλαγα. Το 1951 εμπνέεται το εμβληματικό ποίημα «7 νάνοι στο ss Cyrenia», στην πρωτεύουσα της Σρι Λάνκα, Κολόμπο. Πάνω στο θρυλικό υπερωκεάνιο «Cyrenia» έγραψε επίσης το μοναδικό του μυθιστόρημα, τη «Βάρδια», που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1954. «Λυπήσου αυτούς που δεν ονειρεύονται», γράφει στη «Βάρδια» και αναφέρεται σε όλους εκείνους που δεν ονειρεύονται έναν καλύτερο κόσμο!
Στο ποιητικό και πεζογραφικό έργο του δεσπόζει ο άνθρωπος – ο άνθρωπος της ξενιτιάς, ο αγωνιστής. Το 1975 εκδίδεται το «Tραβέρσο», η τρίτη συλλογή του Καββαδία. Την ίδια χρονιά, στις 10 Φεβρουαρίου, έφυγε από τη ζωή και δεν πρόλαβε να δει τη μεγάλη αναγνώριση του έργου του.
Ποιήματά του μελοποίησαν ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Γιάννης Σπανός, η Μαρίζα Κωχ, οι αδελφοί Κατσιμίχα και ο Δημήτρης Ζερβουδάκης, οι οποίοι κατάφεραν να κάνουν τους στίχους του οικείους έως και σήμερα.
Κι όπως είχε πει ο μεγάλος συνθέτης μας Θάνος Μικρούτσικος, αν παρομοιάζαμε τον Καββαδία με έναν εικαστικό πίνακα, «ο πίνακας μπορεί να ήταν γεμάτος με ναύτες και καράβια ρεαλιστικά ζωγραφισμένα, όμως σίγουρα κάποιο από τα ψάρια θα πετούσε έξω από το νερό».
ΞΕΝΙΑ ΣΤΟΥΚΑ
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής