Πριν από δύο χρόνια η Γκρέτα Γκέργουιγκ ήταν εκείνη που διεκδίκησε το Οσκαρ σκηνοθεσίας με το «Ladybird», ενώ πριν από αυτό η Κάθριν Μπίγκελοου το είχε πάρει με το «Hurt Locker», το 2010. Ηταν, μάλιστα, η πρώτη και η μοναδική γυναίκα που έχει βραβευθεί με το Οσκαρ σκηνοθεσίας.
Στη θέση των πέντε υποψηφίων θα μπορούσε να βρίσκεται, φυσικά, ο Πέδρο Αλμοδόβαρ, που στο «Πόνος & δόξα» υπογράφει μάλλον την καλύτερη ταινία της ύστερης φιλμογραφίας του. Ή ο Νόα Μπόμπακ, που με την «Ιστορία γάμου» συγκίνησε, προκάλεσε συζητήσεις και έστειλε τους δύο πρωταγωνιστές του, Ανταμ Ντράιβερ και Σκάρλετ Γιόχανσον, στη διεκδίκηση των Οσκαρ α’ ερμηνείας. Ομως, τα περίπου 6.000 μέλη της Ακαδημίας είχαν άλλη άποψη καταλήγοντας σε επίσης σπουδαίους δημιουργούς, όπως ο Μάρτιν Σκορσέζε («Ο Ιρλανδός»), ο Κουέντιν Ταραντίνο («Κάποτε στο… Χόλιγουντ») και ο Σαμ Μέντες («1917»). Μεγάλη νίκη, ήδη από τα… αποδυτήρια, πρέπει να θεωρείται η πρόκριση του Κορεάτη Μπονγκ Τζουν-χο («Παράσιτα») στην πεντάδα της διεκδίκησης. Αλλωστε, η ταινία του έχει στο βιογραφικό της σπουδαίες κριτικές, έναν Χρυσό Φοίνικα και την… ψήφο του κοινού που κατέταξε το αιχμηρό κοινωνικοπολιτικό του σχόλιο σε μία από τις κορυφαίες ταινίες της χρονιάς που έφυγε. Η ταινία έχει ξεπεράσει τα 131 εκατ. δολάρια σε εισπράξεις σε όλο τον κόσμο και θεωρείται τεράστια επιτυχία.
Το προφίλ των 5… μονομάχων
Ας δούμε όμως έναν προς έναν τους πέντε «μονομάχους».
› Ο Μάρτιν Σκορσέζε δεν θέλει, φυσικά, συστάσεις. Ο 77χρονος Αμερικανός είναι η ζωντανή ιστορία του Χόλιγουντ, ένας από τους ικανότερους και συναρπαστικότερους δημιουργούς της γενιάς του. Στον «Ιρλανδό», με χρηματοδότηση από το Netflix, αφού, όπως ο ίδιος λέει, κανένα άλλο στούντιο δεν φάνηκε πρόθυμο να ρισκάρει, υπογράφει ένα έργο που μοιάζει σαν να συνοψίζει όλη τη φιλμογραφία του μέσα σε 3½ ώρες. Το γεγονός ότι μοίρασε τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σε ηθοποιούς της γενιάς του προσθέτει στην αίσθηση που η ταινία αφήνει ότι μοιάζει σαν το κλείσιμο ενός τεράστιου κεφαλαίου για τον ίδιο προσωπικά και την εποχή του. Μια εποχή που μας χάρισε υπέροχες στιγμές στη σκοτεινή αίθουσα μακριά από τα… entertainment parks που αποτελούν, κατά τον ίδιο, τα διαρκή σίκουελ που παρακολουθούμε τα τελευταία χρόνια με πρωταγωνιστές τους σούπερ ήρωες.
› Ο Κουέντιν Ταραντίνο είναι κι αυτός ένας δημιουργός με φανατικό κοινό ήδη από το εκρηκτικό του ξεκίνημα το 1992 με το «Reservoir dogs». Η φετινή είναι η τρίτη φορά που ο σπουδαίος «QT» διεκδικεί το Οσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας και φαίνεται πως αυτή τη φορά οι συνθήκες τον ευνοούν. Το «Κάποτε στο… Χόλιγουντ» έκανε πρεμιέρα εν μέσω θέρους και κατάφερε να καταλήξει νικητής στην προ-οσκαρική κούρσα με 10 υποψηφιότητες. Αυτό από μόνο του είναι μεγάλο κατόρθωμα. Το πραγματικό επίτευγμα όμως του κορυφαίου σκηνοθέτη είναι ότι έστησε έναν απολαυστικό φόρο τιμής στο Χόλιγουντ με το οποίο εκείνος μεγάλωσε δίνοντας έμφαση και προσοχή στην παραμικρή λεπτομέρεια που χαρακτήρισε εκείνη την εποχή. Μια εποχή που έληξε άδοξα με παρανοϊκή βία και που στην ταινία ο Ταραντίνο την ακυρώνει. Δικαίωμά του…
› Ο Σαμ Μέντες είναι το κρυφό φαβορί της κούρσας. Εκεί όπου όλοι είχαμε στραμμένα τα βλέμματά μας στον Σκορσέζε, στον Ταραντίνο και τον Τοντ Φίλιπς του «Joker», το «1917» του Βρετανού σκηνοθέτη «έκανε την προσπέραση» και βρέθηκε στη θέση του οδηγού στον δρόμο για τη μεγάλη διάκριση. Οχι άδικα. Ο Μέντες μετά τον Τζέιμς Μποντ θέλησε να δείξει μέχρι πού φτάνουν οι ικανότητές του στο πλατό και μας άφησε με το στόμα ανοιχτό. Ενορχήστρωσε ένα τεράστιο αντιπολεμικό φιλμ στήνοντας τη μία εντυπωσιακή σκηνή μετά την άλλη μέχρι την κορύφωση στα χαρακώματα και όλα αυτά με την ψευδαίσθηση ότι βλέπουμε μία και μόνο λήψη. Τα εύσημα, βέβαια, τα μοιράζεται με τους συνεργάτες του στη φωτογραφία, στο μοντάζ, στην καλλιτεχνική διεύθυνση, στη μουσική, στον ήχο, μερικές μόνο από τις δέκα υποψηφιότητες που η ταινία απέσπασε.
› Ο Κορεάτης Μπονγκ Τζουν-χο αποδείχθηκε «μάστορας» πίσω από την κάμερα. Στα «Παράσιτα» υπογράφει ένα απίστευτο ρόλερ κόστερ που αλλάζει χαρακτηριστικά και δεδομένα με τεράστια άνεση και ευκολία. Το Χόλιγουντ έχει στρώσει κόκκινο χαλί για τον σπουδαίο σκηνοθέτη και μένει να δούμε αν στα επόμενα βήματά του θα παραμείνει πάνω από τον πήχη που ο ίδιος έβαλε.
› Τέλος, ο Τοντ Φίλιπς του «Joker» συνήθως παραβλέπεται μπροστά στο ρεσιτάλ του Γιοακίν Φίνιξ, που από την πρεμιέρα της ταινίας στη Βενετία πάει σφαίρα για το Οσκαρ α’ ανδρικού ρόλου. Ομως, στον Φίλιπς πιστώνεται, φυσικά, ο θρίαμβος συνολικά ενός φιλμ που καθ’ όλη τη διάρκειά του παραμένει στιβαρό, δεν σε αφήνει να πλήξεις ούτε στιγμή και βάζει στο τραπέζι τα ζητήματα που σπάνια τολμά να βάζει άλλη ταινία, και μάλιστα με τόσο αποφασιστικό, ξεκάθαρο και απέριττο τρόπο.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής