Ο καλός ηθοποιός παίρνει πάνω του το ρόλο του, του δίνει τη δική του πνοή, μια μεσογειακή μενταλιτέ, ακόμα και μια χιουμοριστική προσέγγιση, που είναι εμφανής στο πρώτο μέρος της παράστασης. Ο Γρηγόρης Βαλτινός, έμπειρος ηθοποιός με μακρά και γόνιμη θητεία στο θέατρο, εμφύσησε στις ατάκες έναν ανθρώπινο, ελαφρώς ανατρεπτικό τόνο, τονίζοντας για παράδειγμα στην αρχή τα υπονοούμενά του με τη γραμματέα του Κάγια.
Στη συνέχεια γίνεται περισσότερο δραματικός κάτω από το βάρος του έργου και του μεγάλου αυτού ρόλου του κλασικού ρεπερτορίου. Χωρίς θεατρικά φτιασίδια, δωρικός, προσέγγισε τον ήρωά του με ειλικρίνεια και μαστοριά.
Τραγικό πρόσωπο ο Σόλνες, λες και ξεπήδησε από αρχαία τραγωδία, αρνείται τον φυσικό νόμο της φθοράς και διαπράττει ύβρη. Πιστεύει πως αν γραπωθεί από τα νιάτα -που τόσο πολύ μισεί ταυτόχρονα- θα μπορέσει να ζήσει για πάντα. Ο Βαλτινός καταφέρνει να αποδώσει ισορροπημένα αυτή τη δυαδικότητα του χαρακτήρα, αγαπάει ό,τι μισεί. Δεν έβαλε σε πρώτο πλάνο τη σκληρότητα του χαρακτήρα, αλλά τη ζωντανή και ευαίσθητη συνείδησή του, που τον κάνει να νιώθει ενοχές. Με αυτόν τον τρόπο το κοινό έρχεται πιο κοντά στον Σόλνες του Βαλτινού, τον κατανοεί και μπαίνει στη θέση του.
Η σκηνοθέτις Αθανασία Καραγιαννοπούλου στάθηκε δίπλα όχι μόνο στον πρωταγωνιστή Γρηγόρη Βαλτινό, αλλά σε όλους τους συντελεστές της παράστασης και έγινε ο «αόρατος υπηρέτης» του ηθοποιού και του λόγου. Ακολούθησε το κείμενο με σεβασμό, καταθέτοντας μια διακριτική σκηνοθεσία, χωρίς τυμπανοκρουσίες και φανταχτερά ευρήματα. Είχε άλλωστε μια συνολικότερη προσέγγιση καθώς υπέγραψε και τη μετάφραση, τη διασκευή και τη μουσική επιμέλεια. Οι μουσικές της επιλογές ωστόσο, σύγχρονες και έξω από το κλίμα του Ιψεν, δεν ήταν αντίστοιχα διακριτικές, καθώς συχνά προκαλούσαν τις εντυπώσεις μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον στο άκουσμα.
Ας πάμε όμως και στους άλλους συντελεστές της παράστασης. Η Κατερίνα Λέχου, η οποία ερμήνευσε τη σύζυγο του Σόλνες, Αλίνα, ήταν αληθινά αγέρωχη. Απόλυτα ιψενική. Η λεπτή φιγούρα της, τόσο ντελικάτη, αλλά καθόλου εύθραυστη. Εδωσε στην ηρωίδα της την απόσταση από όσα συμβαίνουν γύρω της και συνάμα μια εσωτερικότητα που την απογείωσε. Μια ζωντανή-νεκρή που αδυνατεί να ξεπεράσει το χαμό των παιδιών της, μια γυναίκα που γνωρίζει, αλλά επιλέγει τη σιωπή.
Ο Αντίνοος Αλμπάνης στο ρόλο του νεαρού βοηθού του Σόλνες, του Ράγκναρ Μπρόβικ, που αν και ταλαντούχος, δεν παίρνει από τον αρχιμάστορα αυτό που του ανήκει, ήταν ισορροπημένος, αν και θα τον προτιμούσαμε με λίγο περισσότερο νεανική ορμή.
Ο Κώστας Καστανάς στο ρόλο του γιατρού Χέρνταλ, αγαπημένος ήρωας στον Ιψεν, που βάζει στα έργα του και έναν γιατρό, παρατηρητή, σχολιαστή, εξομολόγο, που αναπτύσσει ιδιαίτερη σχέση με τη σύζυγο, όπως συμβαίνει και στη «Νόρα», όπως και στο συγκεκριμένο έργο, είναι επίσης ιψενικός. Ενας πολύ καλός ηθοποιός για άλλη μια φορά.
Η Κατερίνα Κρέπη στο ρόλο της γραμματέως Κάγιας Φόσλι και ο Μιχάλης Αεράκης σε εκείνον του θείου της Κνουτ Μπρόβικ είναι αξιοπρεπείς και σωστοί.
Αφήσαμε τελευταία την Ιώβη Φραγκάτου, τον καταλύτη της παράστασης, στο ρόλο της νεαρής και όμορφης Χίλντα Βάνγκλερ που έρχεται για να εμφυσήσει τον έρωτα στον Σόλνες. Η ηθοποιός ερμηνεύει το ρόλο της σαν μια αληθινή δύναμη της φύσης, αυτό άλλωστε έγραψε ο Ιψεν στο, ας μην ξεχνάμε, αυτοβιογραφικό αυτό έργο του. Ορμητική, ζωντανή, επαναστατική, ανεξάρτητη, ελεύθερη, εισβάλλει στο σπίτι των Σόλνες και φέρνει τα πάνω-κάτω. Απαιτεί, δίνοντας ταυτόχρονα στον Σόλνες μια ελπίδα ότι «ο ήλιος θα ξαναμπεί στο σπίτι», εξιλεώνοντάς τον παράλληλα ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Οδηγεί τον Σόλνες ψηλά, στον πύργο απ’ όπου θα πέσει τελικά, για να γίνει «ο δικός μου Αρχιμάστορας», όπως κραυγάζει κλείνοντας με την ατάκα της το έργο.
Τα σκηνικά του Γιάννη Μουρίκη είναι λιτά και λειτουργικά, ενώ στο πνεύμα της εποχής τα κοστούμια του Γιώργου Σεγρεδάκη. Βοηθός σκηνοθέτη είναι η Εφη Λιάλιου, ενώ τους φωτισμούς επιμελήθηκε ο Λευτέρης Παυλόπουλος.
Μια παράσταση που αξίζει να δείτε, με τον Γρηγόρη Βαλτινό να περνά σε μια άλλη χωρία ρόλων.
Από την έντυπη έκδοση