Γράφει ο Στέργιος Πουλερές
Ο Ντίνο Μπουτζάτι ήταν επηρεασμένος από τον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο που «προέλαυνε», ήταν επηρεασμένος από τους φίλους του που έφυγαν για να υπηρετήσουν και τοποθετήθηκαν σε άγονα στρατόπεδα. Εκεί όπου τελείωνε η λογική και ο χρόνος αποκτούσε ένα άλλο βήμα. Ανεπαίσθητο και μη ανιχνεύσιμο.
Κάπως έτσι παράχθηκε η Έρημος των Ταρτάρων. Δεν είναι όμως απαραίτητο ότι μόνο αν έχεις δει τις μέρες του πολέμου θα το καταλάβεις. Γιατί δεν μιλάει για τη φρίκη του πολέμου. Διανοίγει μιαν άλλη διώρυγα. Στοχάζεται περί της αναμονής του ανθρώπου για να έρθει εκείνη η στιγμή που θα δώσει ενεργητικό νόημα στη ζωή του. Το μυαλό επικεντρώνεται εκεί και χάνει την πλήρωση του αν δεν έρθει η στιγμή.
Ο Ντρόγκο Τζοβάνι αποστέλλεται να φρουρήσει το Οχυρό Μπαστιάνι. Εκεί συναντά μια σειρά από ανθρώπους. Απλούς στρατιώτες, λοχαγούς, υπολοχαγούς, αξιωματικούς εν γένει, που όλοι τους θέλησαν να φύγουν από τη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους. Κανείς βέβαια δεν το κατάφερε. Άλλοι γιατί είδαν ότι ο χρόνος είχε πια περάσει και δεν θα έβρισκαν νόημα μακριά από το οχυρό, άλλοι γιατί δεν πίστεψαν ότι ο χρόνος που θα περάσει θα είναι ζωτική απώλεια.
Οι περισσότεροι έφταναν νέοι στο οχυρό. Όπως και ο Τζοβάνι. Θεωρούσαν πως ο χρόνος ήταν με το μέρος τους. Μόνο που αυτό δεν ήταν αλήθεια. Όπως δεν ήταν αλήθεια κι η ύπαρξη των Ταρτάρων. Εξαναγκασμένοι από τη βαναυσότητα της παραμονής και αναμονής κάποιου εχθρού, οι στρατιώτες εκεί αναζήτησαν το νόημα σε ένα φαντασιοκόπημα. Αφού δεν υπήρχαν εχθροί, τους δημιούργησαν. Κι όσο επιμένεις να λες κάτι τόσο αυτό οδεύει προς την πραγμάτωση.
Η Έρημος των Ταρτάρων είναι μια απέραντη και άγονη έκταση που περικυκλώνει το οχυρό. Χαμηλή βλάστηση και κυρίως ακανθώδης. Υπό το φως των αστεριών και του σκοταδιού, όλα φτάνουν διαφορετικά στο ανθρώπινο μάτι. Ο Τζοβάνι δεν ήταν εκεί στη γέννηση των Ταρτάρων. Τους παρέλαβε όμως ως κληρονομιά από τους παλιότερους. Ένα πρωί έχουν περάσει 30 χρόνια παρουσίας του στο οχυρό. Πήγε 25 χρονών με το σκεπτικό να φύγει άμεσα, μετά το αποφάσισε και ζήτησε να μείνει μαζί με αυτούς που τώρα θεωρούσε αδέρφια του και τελικά έχασε όλη του τη ζωή στην «αίθουσα αναμονής».
Το βιβλίο του Μπουτζάτι δεν είναι μια σπαραξικάρια κραυγή προς το αναπόφευκτο του θανάτου. Είναι ένα ελεγειακό κάλεσμα προς την φιλοσοφία. Ένα αντάμωμα με το χρόνο και το αδερφάκι του τον θάνατο. Μια εκδοχή της υπαρξιακής αγωνίας, της αναζήτησης ενός νοήματος στη ζωή. Έστω και παράλογου όπως αποδεικνύεται η προσμονή των Ταρτάρων.
Είναι και μια συνδιαλλαγή με την αξιοπρέπεια. Μια από τις λίγες έννοιες που ξεκίνησαν να υπάρχουν ως λόγια του αέρα και μεταγγίστηκαν στον καθορισμό του χαρακτήρα και της ψυχής. Έγιναν βιολογία. Και δεν χάνονται σε καμία κατάσταση. Ακόμα και ενώπιον του θανάτου, ακόμα και ενώπιον του ρεζιλέματος, ο Τζοβάνι στέκεται όσο πιο σθεναρά γίνεται απέναντι στο τέλος του. Κοιτάζει το χρόνο στα μάτια και του μιλάει ως ισότιμος, όχι ως ηττημένος και κατώτερος.
Η Έρημος των Ταρτάρων – φανερό το παιχνίδι με τη λέξη Τατάρων – τείνει το χέρι της στη ερημιά της ανθρώπινης ύπαρξης, η οποία δεν καθορίζεται από το πόσοι περιτριγυρίζουν την ύλη σου. Ορίζεται από το πόσα γυροφέρνουν την ψυχή και το μυαλό του. Είναι τα Τάρταρα της παρουσίας μας μέσα στη ζωή αυτή η μοναξιά και η σκληρότατη συνειδητοποίηση.
Από εκεί που θεωρούσε ότι είμαστε αθάνατοι, ότι δεν θα πεθάνουμε ποτέ, ότι ο θάνατος θα μας αποφεύγει πάντα από φόβο, αρχίζουμε να νιώθουμε ότι τελικά είμαστε κι εμείς τρωτοί. Δεν είμαστε ιδιαίτεροι. Είμαστε μικρά μόρια σαν όλους.
Είναι και μια διαλεκτική για κάθε μεγάλο τέλος που βιώνουμε. Τέλος ψευδαισθήσεων. Ένα επέκεινα όπου οι σημαντικές στιγμές ολοκληρώνονται και αντικαθιστώνται από άλλες λιγότερο σημαντικές. Ή από άλλες που σηματοδοτούν έναν εαυτό που θα προτιμούσαμε να μην φτάσουμε ποτέ.
Λογοτεχνικά μιλώντας, πρόκειται για ένα από τα μεγάλα δείγματα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Αν έπρεπε να το παρομοιάσω με κάτι, θα έλεγα το Catch 22 του Χέλερ. Αλλά με λιγότερη κωμικότητα.
Η Έρημος των Ταρτάρων, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Μετάφραση: Μαρία Οικονομίδου