Ακόμη και για τις πιο λαμπερές σταρ της μεγάλης οθόνης που το πέρασμά τους παραμένει εντυπωσιακό καθώς περνούν οι δεκαετίες. Από την πρώτη της εμφάνιση στον κινηματογράφο, η πανέμορφη Ζωή έδειξε ότι ήταν πλασμένη για την κάμερα που την έφερε στις αίθουσες και αργότερα στα σπίτια μας. Ο μαγνητισμός που εξέπεμπε ήταν ακαταμάχητος για άνδρες και γυναίκες. Ο μεγάλος «διχασμός» των Ελλήνων ήταν ανάμεσα στα στρατόπεδα της Αλίκης και της Τζένης αλλά η Ζωή ήταν εκείνη που κέρδιζε με κάθε της πλάνο όλες τις προτιμήσεις. Αλλά όποιος έκανε, τελικά, το μεγάλο βήμα να την πλησιάσει…
«Οι άνδρες είχαν στο νου τους το μύθο. Οταν όμως έβλεπαν ότι τους δίνομαι, ότι είμαι κανονικός άνθρωπος, ότι σκουπίζω, μαγειρεύω, σιδερώνω, ο μύθος κατέρρεε. Ελεγαν “Α, αυτή είναι; Πάμε παρακάτω”, και με κεράτωναν κιόλας», διαπίστωνε και συμπλήρωνε για την έλξη που ασκούσε στον ανδρικό πληθυσμό: «Χαμπάρι δεν έπαιρνα έτσι κι αλλιώς. Κάθε φορά ήμουν με κάποιον που τον γουστάριζα τρελά. Δεν με αφορούσαν οι υπόλοιποι. Το ζητούμενο είναι ποιον γουστάρω εγώ. Αυτό με γεμίζει εμένα».
Από την άλλη πλευρά όταν έλεγες «Ζωίτσα», όλοι ήξεραν σε ποια αναφέρεσαι. Με αυτό το υποκοριστικό την έμαθε ο κόσμος και μέχρι το τέλος έτσι την αποκαλούσε προδίδοντας την οικεία σχέση που είχαμε όλοι στο μυαλό μας μαζί της αλλά και την άνεσή της να κυκλοφορεί όπου θέλει χωρίς προσχήματα και δήθεν συμπεριφορές. «Το έλεγα πάντα. Θα γίνω γιαγιά και ακόμα Ζωίτσα θα με λένε. Ετσι συνέβη, πράγματι, και μου αρέσει πάρα πολύ αυτό. Πού οφείλεται, δεν ξέρω. Ημουν οικείο πρόσωπο, ο άνθρωπός τους. Πέρα από τα όρια του Κολωνακίου, που είναι τρέλα και κορδέλα και πολύ comme il faut, δεν υπάρχει κυρία Λάσκαρη, αλλά Ζωίτσα», επιβεβαίωνε η ίδια.
Μακριά από τις κάμερες δεν είχε καμία σχέση με τη σταρ του κινηματογράφου. Με αυτό το μυθικό πλάσμα που όλοι βλέπαμε στην οθόνη και στα εξώφυλλα των περιοδικών. «Δεν υπάρχει αυτό που λέτε. Τα πάντα έκανα στο σπίτι. Εγώ δεν αισθάνθηκα ποτέ σταρ. Τι, να παριστάνω την Γκρέτα Γκάρμπο με ένα τσιγάρο στο χέρι; Είναι βασανιστικό να πρέπει να υποδύεσαι ένα ρόλο και μέσα στο σπίτι σου», έλεγε στο «ΒHMAgazino» σε μία από τις τελευταίες συνεντεύξεις της. Και συμπλήρωνε: «Δυστυχώς, μαθαίνουμε να οδηγούμε, να μαγειρεύουμε, αλλά δεν μαθαίνουμε πώς να είμαστε καλές μάνες. Ναι, δεν ξέρω πώς ήμουν ως μητέρα. Τα παιδιά σίγουρα θέλουν όρια. Οταν χρειαζόταν, και τιμωρίες έμπαιναν, και η Μάρθα και η Μαρία-Ελένη», έλεγε για το ρόλο που κλήθηκε να παίξει στην καθημερινότητά της, εκείνον της μητέρας. Και δεν μπορείς να μη συμφωνήσεις με το δικό της ορισμό για το τι σημαίνει σταρ.
Το βλέμμα της το φώναζε από μακριά. «Γεννιέσαι με αυτό, δεν γίνεσαι. Υπάρχουν πολλοί σταρ που δεν τους ξέρει κανένας. Εκπέμπουν κάτι, έχουν ένα χάρισμα, μαγνητίζουν τους πάντες. Αυτό δεν έχει να κάνει με την ομορφιά, αλλά με κάτι άλλο, κάτι ανεξήγητο», έλεγε και ποιος θα διαφωνήσει ότι η αγαπημένη πρωταγωνίστρια είχε γεννηθεί με αυτό το χάρισμα. Παρ’ όλα αυτά, η ίδια προτιμούσε να κινείται «κάτω από το ραντάρ», μακριά από τους προβολείς και τα φώτα. Βαριέμαι αφόρητα την κοσμική ζωή. Δεν μου πάει καθόλου. Δεν περνάω καλά. Προτιμώ να πάω σε ένα ταβερνάκι με τις φίλες μου, να πιω ένα κρασάκι. Δεν έχω τι να πω σε τέτοιες εκδηλώσεις. Νιώθω ηλίθια» και πρόσθετε: «Φεύγω άδεια από τις κοσμικές εκδηλώσεις. Προτιμώ να είμαι σπίτι μου, να ράβω, να φτιάχνω τα σκουλαρίκια μου».
Αν και μετά την ανάμιξή της στα κοινά, ως δημοτικός σύμβουλος Αθήνας, είχε καταλάβει ότι η πολιτική δεν είναι το πεδίο της, δεν δίσταζε να εκφράζει τη γνώμη της για δύο μεγάλους πολιτικούς άνδρες της Μεταπολίτευσης. Για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή είχε πει ότι «ήταν δωρικός, ταγμένος σε αυτό που έκανε. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη σκηνή όταν είπε ότι η Μακεδονία είναι ελληνική και δάκρυσε», ενώ για τον Ανδρέα Παπανδρέου έλεγε: «Οταν τον γνώρισα, είδα έναν άνθρωπο που δεν ενδιαφερόταν για τα χρήματα.
Θυμάμαι, ο Τάσος Μπιρσίμ μου είχε πει ότι στο νοσοκομείο έκανε πρόβα με ποιον τρόπο θα έκανε το νεύμα στη Δήμητρα, όταν κατέβαινε από το αεροπλάνο. Τον λάτρεψα για αυτό. Με μια κίνηση έριξε χειροβομβίδα στην ψευτιά και την υποκρισία των παντρεμένων που πηγαίνουν σε μια γκαρσονιέρα με μια γυναίκα δύο ώρες και μετά γυρίζουν στη γυναίκα τους».
Το παρήγορο για όλους και ιδίως για εκείνη ήταν ότι «έφυγε» γεμάτη. «Ευτυχώς, έζησα όλα τα πράγματα στην εποχή τους. Δούλεψα σκληρά, και γλέντησα και ερωτεύτηκα. Δεν στερήθηκα. Είχα τις αντοχές, τη διάθεση και τα έκανα όλα συγχρόνως, στην ώρα τους». Δεν είναι λίγο να κάνεις τέτοιον απολογισμό.
KΩΣΤΑΣ ΖΑΛΙΓΚΑΣ
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής