Η απόφαση του υπουργείου Παιδείας έρχεται σε συνέχεια της κατάργησης του νόμου για την ίδρυση της Νομικής Σχολής της Πάτρας και αφορά σε 38 πανεπιστημιακά τμήματα τα οποία επρόκειτο να λειτουργήσουν από το επόμενο εκπαιδευτικό έτος (2020 – 2021).
Το σκεπτικό του υπουργείου Παιδείας είναι πως τα συγκεκριμένα τμήματα, που ιδρύθηκαν με το νόμο Γαβρόγλου, δεν πληρούσαν βασικές ακαδημαϊκές προϋποθέσεις.
Η υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων Νίκη Κεραμέως και ο υφυπουργός κ. Βασίλης Διγαλάκης, προέβησαν στην ακόλουθη δήλωση:
«Το εκπαιδευτικό μας σύστημα και κατ’ επέκταση όλοι οι εμπλεκόμενοι σε αυτό έχουν ταλαιπωρηθεί στο παρελθόν από πελατειακές λογικές και ευκαιριακές διευθετήσεις.
Για selfies στη Βαρβάκειο ο Κασσελάκης
Η προηγούμενη Κυβέρνηση, υπηρετώντας μικροπολιτικές σκοπιμότητες, θεσμοθέτησε πριν μερικούς μήνες μια σειρά από τμήματα σε όλη τη χώρα με προβλεπόμενη έναρξη λειτουργίας από το ακαδημαϊκό έτος 2020-21 και μετά, αναδιατάσσοντας τον ακαδημαϊκό χάρτη. Τα εν λόγω τμήματα δημιουργήθηκαν:
- χωρίς συγκεκριμένα ακαδημαϊκά κριτήρια,
- χωρίς να έχουν προηγηθεί οι απαιτούμενες μελέτες σκοπιμότητας και βιωσιμότητας,
- χωρίς συνεκτικό σχεδιασμό,
- χωρίς καν την προηγούμενη γνώμη της Ανεξάρτητης Αρχής Διασφάλισης και Πιστοποίησης της Ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση (ΑΔΙΠ), ενώ ο νόμος προέβλεπε τη συμβολή και της αρχής αυτής σε τέτοιου είδους αποφάσεις,ενίοτε και με βουλευτικές τροπολογίες της τελευταίας στιγμής,
- υποτιμώντας έτσι τα Ιδρύματά μας και τις δυνατότητες του εκπαιδευτικού μας συστήματος.
Όπως είναι φυσικό, ορισμένα από τα νέα αυτά τμήματα αντιμετωπίζουν προβλήματα σε υποδομές και προσωπικό, χωρίς να μπορεί να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη και εύρυθμη λειτουργία τους προς όφελος των μελλοντικών φοιτητών και της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Για όλους τους παραπάνω λόγους, αναστέλλουμε τη λειτουργία των 38 αυτών νέων τμημάτων με νομοθετική διάταξη που θα κατατεθεί άμεσα στη Βουλή.
Στόχος μας είναι να επανεξεταστεί η ανάγκη δημιουργίας τους συνολικά από τη νέα ενισχυμένη Ανεξάρτητη Αρχή, στη βάση ακαδημαϊκών κριτηρίων και μετά από την εκπόνηση των αναγκαίων μελετών σκοπιμότητας και βιωσιμότητας. Το ίδιο θα ισχύει και για οποιαδήποτε νέα τμήματα πρόκειται να ιδρυθούν στο μέλλον, αλλά και για την αναδιάταξη του ακαδημαϊκού χάρτη εν συνόλω. Δεν είναι απλώς θέμα χρηστής και αποτελεσματικής διαχείρισης των οικονομικών πόρων της πολιτείας, αλλά πρωτίστως ευθύνη και χρέος απέναντι στους νέους και τις νέες που προσδοκούν πρόσβαση σε ποιοτικά δημόσια πανεπιστήμια και σε πτυχία με αντίκρισμα. Και παράλληλα μια ευκαιρία για να βελτιστοποιήσουμε τις αναπτυξιακές προοπτικές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα μας.
Στο πλαίσιο αυτό, εργαζόμαστε εντατικά και θα καταθέσουμε τις επόμενες εβδομάδες ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο για τη νέα Ανεξάρτητη Αρχή για την ανώτατη εκπαίδευση. Σκοπεύουμε να την ενδυναμώσουμε και να την καταστήσουμε βασικό εταίρο διαμόρφωσης πολιτικής για την ανώτατη εκπαίδευση, αποκεντρώνοντας παράλληλα μια σειρά από εξουσίες με τη μεταφορά τους εκεί που πραγματικά πρέπει να ανήκουν. Η Παιδεία μας έχει ανάγκη από τη χάραξη μιας μακροχρόνιας στρατηγικής, στη βάση ευρύτερων συναινέσεων και με διάρκεια που υπερβαίνει τη θητεία μιας πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την ενδυνάμωση των θεσμών και τη συνεπή τήρηση διαδικασιών.
Είναι ευκαιρία να αλλάξουμε παθογένειες ετών με τόλμη, βάζοντας τέλος σε πρακτικές που στερούν από τους νέους και τις νέες της πατρίδας μας την Παιδεία που τους αξίζει. Και στην κατεύθυνση αυτή θα αναζητήσουμε την ευρύτερη δυνατή συναίνεση, ακούγοντας τις προτάσεις όλων για το βέλτιστο τρόπο διαμόρφωσης του ακαδημαϊκού χάρτη με τις αναγκαίες διασφαλίσεις ποιότητας».