Στην πλειονότητά τους οι ταινίες αυτές, πολλές απ’ τις οποίες γυρίστηκαν κατά τη διάρκεια της χούντας και είχαν αποκλειστικό στόχο την προπαγάνδα, με εθνικιστικές κορώνες και ηρωικές φανφάρες, όπως άλλωστε και τα φιλμ για τον ελληνοϊταλικό πόλεμο ή την κατοχή και την αντίσταση, ήταν κάτω του μετρίου, μακριά από την ιστορική αλήθεια, αν και αυτό το τελευταίο είναι το μικρότερο ελάττωμά τους.
Παρότι η Επανάσταση του ’21 θα μπορούσε να είναι μία σπουδαία ευκαιρία για ενδιαφέρουσες ταινίες, με τον πλούτο των γεγονότων, τους ενδιαφέροντες έως συγκλονιστικούς χαρακτήρες που πρωταγωνίστησαν και τα πολυεπίπεδα κοινωνικά ζητήματα που προέκυψαν, η ελληνική παραγωγή επέμεινε στη γραφική αναπαράσταση της ιστορίας, τους «πλαστικούς» ηρωισμούς, τους μονοδιάστατους χαρακτήρες – ειδικά για τους Τούρκους φτάνουν στα όρια της καρικατούρας.
Θα πρέπει να παρατηρήσουμε, επίσης, ότι υπάρχουν μορφές του Αγώνα, όπως ο Γιώργος Καραϊσκάκης, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ο Αθανάσιος Διάκος, ο Μακρυγιάννης κα, που είναι εξαφανισμένες από τις ταινίες του είδους, λες και θα ενοχλούσαν ένα σύστημα αξιών, αλλά και θα χάλαγαν τις προτεραιότητες ή το αστικό περιβάλλον στο οποίο βρίσκονταν οι παραγωγοί της εποχής.
Υπάρχουν βεβαίως και βάσιμες δικαιολογίες, καθώς η παραγωγή μίας ιστορικής ταινίας και μάλιστα που αφορά ένα τέτοιο γεγονός απαιτεί πολλά χρήματα, για σκηνικά, όπλα, γιαταγάνια, κοστούμια, εκπαιδευμένους κομπάρσους, εξωτερικά γυρίσματα και άλλα πολλά, που μπορεί να φαίνονται λεπτομέρειες, αλλά βγάζουν μάτι αν δεν καλυφθούν με επάρκεια και επαγγελματισμό. Από τις μάχες που μοιάζουν με παιδικό παιχνίδι και την άγνοια πώς κρατείται ένα όπλο, μέχρι τα μοντέρνα κουρέματα – να τα τσουλούφια και οι φαβορίτες – τις κατάλευκες φουστανέλες που έμοιαζαν με κολλαριστές φούστες και βεβαίως τους κραυγαλέους αναχρονισμούς – έως και ρολόι έχει παρατηρηθεί…
Με αφορμή την Εθνική Επέτειο, είναι ευκαιρία να θυμηθούμε, μέσα από κάποιες ταινίες, αλλά και με νοσταλγική συμπάθεια, τους πρωταγωνιστές – ήρωες, τους περιβόητους «κακούς», τα ανυπόφορα κλισέ και τις χαρακτηριστικότερες γραφικότητες αυτών των παραγωγών, που έχουν γίνει «αγαπημένη» συνήθεια κάθε χρόνο τέτοια εποχή.
Μπουμπουλίνα
Το 1959 ο Κώστας Ανδρίτσος γυρίζει μια σχετικά αξιοπρεπή ταινία για την ηρωίδα της Επανάστασης, με τη μορφή της Ειρήνης Παππά να κυριαρχεί και να στέκει αγέρωχη, δίνοντας έναν άλλο αέρα στο φιλμ. Από κοντά και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος στον ρόλο του «κακού», ενώ εμφανίζονται και οι Ανδρέας Μπάρκουλης, Μιράντα Μυράτ, Χριστόφορος Νέζερ και Γεωργία Βασιλειάδου, σε μία που θα μπορούσε να ενταχθεί στις κινηματογραφικές εξαιρέσεις για το 1821.
Η Λίμνη των Στεναγμών
Την ίδια χρονιά, η Ειρήνη Παππά θα πρωταγωνιστήσει ως «Κυρά Φροσύνη» στην ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου, που στέκεται κυρίως στον έρωτα με τον γιο του Αλή Πασά Μουχτάρ, τον οποίο υποδύεται ο Ανδρέας Μπάρκουλης. Η ταινία διαθέτει μία συμπαθητική παραγωγή, αλλά δεν αποφεύγει τις γραφικότητες, ενώ ο πολύ καλός Τζαβαλάς Καρούσος, μένει αναξιοποίητος ως Αλή Πασάς, καθώς εμφανίζεται σαν ένας ξεμωραμένος γέροντας που θέλει να ικανοποιήσει το αρρωστημένο του ερωτικό πάθος για την Ελληνίδα καλλονή. Να σημειωθεί ότι την ίδια περίπου ιστορία είχε μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη ο γνωστός ηθοποιός Στέφανος Στρατηγός με τίτλο «Ο Αλή Πασάς και η κυρά Φροσύνη» (βασισμένος στο ποίημα «Η Κυρά Φροσύνη» του Βαλαωρίτη) και έχοντας στους πρωταγωνιστικούς ρόλους τη μελοδραματική Γκέλυ Μαυροπούλου, τον Μιχάλη Νικολινάκο και τον Διονύση Παπαγιαννόπουλο στον ρόλο του Αλή Πασά. Η ταινία σπανίως προβάλλεται στην τηλεόραση.
Σαράντα Παλικάρια
Για γέλια και για κλάματα, η ταινία που γύρισε το 1961 ο Γιώργος Πετρίδης και σήμερα έχει ξεχαστεί ακόμη και από συλλέκτες του κινηματογραφικού είδους. Το κακογραμμένο στόρι θέλει έναν τσοπάνο να ακολουθεί τον Κίτσο και τα παλικάρια του, που πολεμούν τους Τούρκους. Παρά το αξιόλογο καστ, με τους Ανδρέα Ντούζο, Κώστα Καζάκο, Κώστα Ρηγόπουλο και Λαυρέντη Διανέλλο, το φιλμ είναι ένα μνημείο προχειρότητας και γραφικών καταστάσεων.
Παπαφλέσσας
Βρισκόμαστε στο 1971 και η ώρα για το «Μπεν Χουρ» της εγχώριας παραγωγής. Μια παραγωγή, σύμπραξη του Φίνου και του Τζέιμς Πάρις, που ήταν από τις ακριβότερες της εποχής, κοστίζοντας πάνω από 12 εκατομμύρια δραχμές. Ο Ερρίκος Ανδρέου στη σκηνοθεσία θα τη γυρίσει χωρίς έμπνευση, εντελώς επιφανειακά, με το σενάριο να βρίθει ανακριβειών, αλλά και ανοησιών και με χαρακτήρες που πολλές φορές νόμιζες ότι έπαιζαν σε παρωδία. Στα θετικά της ήταν μόνο η ροή αφήγησης και το ικανοποιητικό ντεκουπάζ. Στην ταινία υπήρξαν εκατοντάδες κομπάρσοι – οι περισσότεροι φαντάροι, που δεν μπορούσαν να κάνουν και αλλιώς – αλλά και πλήθος πρωταγωνιστών της εποχής που κράτησαν αρκετούς δεύτερους ρόλους. Τα γυρίσματα των μαχών, που δεν είναι λίγα, είναι ιδιαιτέρως ψεύτικα, προκαλώντας το γέλιο – ειδικά με το πλονζόν που κάνουν όταν δέχονται τα βόλια τα παλικάρια μας και κυρίως οι «αιμοδιψείς» Τούρκοι – χαρακτηριστική η βαρεμάρα με την οποία πάνε να σκοτωθούν. Άλλωστε, πολλές σκηνές αποτελούν για πολλούς ένα παιχνίδι παρατηρητικότητας με τις γκάφες και τις γραφικότητες. Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ στον ρόλο του Παπαφλέσσα εντάσσεται στο κλίμα με την υπερβολή του και την πληθωρική του εμφάνιση, ενώ σχεδόν απαρατήρητοι περνούν καταξιωμένοι ηθοποιοί, όπως οι Αλέκος Αλεξανδράκης, Άγγελος Αντωνόπουλος, Κάτια Δανδουλάκη, Λαυρέντης Διανέλλος, Θόδωρος Μορίδης, Σταύρος Ξενίδης κα. Ο Φερνάντο Σάντσο στον ρόλο του Δράμαλη, χαρακτηριστικό δείγμα μονοδιάστατου και στα όρια της καρικατούρας χαρακτήρα, ενώ ο μοναδικός που διασώζεται είναι ο Δημήτρης Ιωακειμίδης, που λες και γεννήθηκε για τον ρόλο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Μαντώ Μαυρογένους
Ο Κώστας Καραγιάννης, το 1971 έρχεται να μας αποτελειώσει με την ταινία του, στην οποία πρωταγωνιστούν η Τζένη Καρέζη και ο Πέτρος Φυσσούν, δύο σπουδαίοι Έλληνες ηθοποιοί, που μάλλον θα το μετάνιωσαν για τη συμμετοχή τους σε αυτή την απαράδεκτη παραγωγή. Το σενάριο, που πέρα από τον έρωτα της Μαυρογένους με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, μιλά και για τον διχασμό των Ελλήνων, είναι γραμμένο από μαθητή του γυμνασίου, ενώ η ταινία βρίθει από γκροτέσκο σκηνές. Οι δυο πρωταγωνιστές πραγματικά εκτελούνται από τον σκηνοθέτη, ο Σταύρος Ξενίδης – ένας εξαίρετος ηθοποιός με τεράστια θεατρική εμπειρία -στον ρόλο του Κωλέττη θα εκτεθεί ανεπανόρθωτα, ενώ η Ελένη Ερήμου στον ρόλο του «κοριτσιού πειρασμός» (μία Μπάρμπι του 19ου αιώνα), θυμίζει με την ερμηνεία της και την καθοδήγηση του Καραγιάννη, μια άλλη εποχή, πολύ πιο κοντινή από εκείνη της Επανάστασης.
Σουλιώτες
Ταινία με παιδαριώδες σενάριο, που γύρισε το 1972 ο Δημήτρης Παπακωνσταντής, με μία ελαφράδα, κόντρα στο σκληρό θέμα της ιστορίας και πολλές φορές χωρίς να τηρεί κανένα κινηματογραφικό κανόνα για τις ταινίες του είδους, κάνοντάς την καλτ, για τους θαυμαστές αυτών των περιπτώσεων. Η ταινία βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μιχάλη Περάνθη, που το αποτελειώνει μάλλον το σενάριο του Πάνου Κοντέλλη. Πρωταγωνιστούν ο ακατάλληλος για το ρόλο Χρήστος Πολίτης, η Κάτια Δανδουλάκη, ο Γιάννης Κατράνης, η Αλέκα Κατσέλη και ο Φερνάντο Σάντσο, που είχε πάρει, εκείνα τα χρόνια, εργολαβία τις ηρωικές ταινίες για το ’21 και το ’40.
Η Δίκη των Δικαστών
Το 1974, ο Πάνος Γλυκοφρύδης, έχοντας ένα σενάριο, που ξεφεύγει από τη μετριότητα, θα μπορούσε να γυρίσει καλύτερα την ταινία, έχοντας στην παραγωγή της Φίνος Φιλμς και εκμεταλλευόμενος και την πτώση της χούντας. Το σενάριο αφηγείται τη δίκη των Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, που έγινε στο Ναύπλιο το 1834 και τη θαρραλέα στάση του δικαστή Αναστάσιου Πολυζωίδη, που πλήττεται από τον στόμφο και τις πατριωτικές φανφάρες. Επίσης, η θεατρική δομή της και η άψυχη αφήγησή της ρίχνουν ακόμη περισσότερο το αποτέλεσμα, το οποίο μετριάζει, για μια ακόμη φορά, η εμφάνιση του Μάνου Κατράκη, στον ρόλο του Κολοκοτρώνη. Ο Κούρκουλος (Πολυζωίδης) και ο Καλαβρούζος (Πλαπούτας) πασχίζουν να δώσουν υπόσταση στους ρόλους τους, αλλά μάταια, καθώς μένουν αβοήθητοι.
Εν κατακλείδι, μία παγκόσμιας εμβέλειας, τεράστιας γοητείας και ενδιαφέροντος ιστορία, μένει αναξιοποίητη, περιμένοντας ενδεχομένως τις επόμενες γενιές κινηματογραφιστών και παραγωγών να αναδείξουν, με τρόπο που να τιμά στο ελάχιστο αυτούς που θυσιάστηκαν στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και βεβαίως το ελληνικό σινεμά.