Η (δια)φθορά της οικογένειας Ερντογάν ύστερα από 23 χρόνια στην εξουσία δικαιολογεί τη δίψα του κόσμου για αλλαγή με ένα φρέσκο πρόσωπο, φαινομενικά εξίσου ικανό να οδηγήσει το καράβι στις μεγάλες θάλασσες. Ομως, για μια μεγάλη μερίδα του συντηρητικού-εθνικιστικού πληθυσμού, ο μοντέρνος δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης εκπροσωπεί κάτι απεχθές: Τη «μισητή» Δύση, που συνωμοτεί αιωνίως κατά της Τουρκίας, εμποδίζοντάς την να επιστρέψει ως αυτόνομη δύναμη – αν δεν απεργάζεται τον διαμελισμό της. Μέχρι στιγμής, ο Ερντογάν εκφράζει προνομιακά αυτό το ρεύμα. Δύσκολα φαντάζεται κανείς τον Ιμάμογλου να λέει «σφαγέα» τον Νετανιάχου ή να χαρακτηρίζεται «δικτάτορας» από τον Ντράγκι.
Προς επίρρωση αυτής της παραμέτρου, που ευνοεί τα αυταρχικά σχέδια του Τούρκου προέδρου, ήρθε μια δημοσκόπηση του ινστιτούτου ASAL Research, δημοσιευμένη κατά σύμπτωση την ημέρα της σύλληψης του Ιμάμογλου.
Βάσει αυτής, το 52,2% των Τούρκων θεωρεί ως πιο φιλική χώρα τη Συρία – λογικό από τη στιγμή που έγινε προτεκτοράτο τους. Ομως, στο πλαίσιο των συντελούμενων κοσμογονικών αλλαγών, όπου η Τουρκία κατά κοινή ομολογία ενισχύει τις θέσεις της, οι ΗΠΑ, το Ισραήλ, η Ευρώπη, ακόμη και η Ρωσία, δεν είναι ιδιαίτερα συμπαθείς. Οι συμμετέχοντες θεωρούν κατά 83,5% εχθρό της Τουρκίας το Ισραήλ, κατά 74,9% τις ΗΠΑ και κατά 50,2% τη Ρωσία, παρά τη λυκοφιλία Πούτιν-Ερντογάν.
Παράλληλα, οι μόνιμες αναφορές του Ερντογάν σε «ξένες δυνάμεις» έχουν κάνει το 54,9% των Τούρκων να βλέπει με μισό μάτι τη Γαλλία, το 53,4% τη Γερμανία και το 44,8% ακόμη και τη Βρετανία, με την οποία συνεργάζονται αγαστά στο Κυπριακό και στην πλευροκόπηση της Ε.Ε. Οσο για την Ελλάδα, την αντιμετωπίζει εχθρικά «μόνο» το 44,3%,
τη στιγμή που το 37,8% θεωρεί φίλη την άλλοτε αδιάφορη Κίνα. Δείγμα της στροφής προς την ασιατική Ανατολή και τον παγκόσμιο Νότο.