Στο Μέγαρο Μαξίμου επικρατεί ικανοποίηση για το γεγονός ότι οι δύο πολύ σημαντικές επίσημες επισκέψεις του κ. Μητσοτάκη, σε Παρίσι και Βερολίνο, ανέδειξαν το νέο πρόσωπο μιας χώρας που στο επίκεντρο των διεθνών επαφών δεν έχει πλέον την αλληλεγγύη των εταίρων, όπως συνέβαινε στα χρόνια της κρίσης, αλλά την προσήλωση σε ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που είναι ελληνικής ιδιοκτησίας και υλοποιείται από μία ισχυρή κυβέρνηση. Το γεγονός ότι αυτό το πρόγραμμα έχει λάβει την έγκριση των πολιτών στις πρόσφατες εκλογές διαλύει και οποιαδήποτε αβεβαιότητα σχετικά με τη συνέπεια προεκλογικών λόγων και μετεκλογικών πράξεων. Αυτό άλλωστε η κυβέρνηση Μητσοτάκη φρόντισε να το καταστήσει σαφές πριν ακόμη ξεκινήσει η ευρωπαϊκή περιοδεία του πρωθυπουργού, με συγκεκριμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες που σηματοδοτούν τη νέα σελίδα που έχει ανοίξει για την οικονομία και τις επενδύσεις.
Η πολύ σημαντική διαφορά σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, που θεωρείται ότι αναδείχθηκε μέσα και από την ατζέντα των συζητήσεων στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, είναι ότι η Ελλάδα αποκτά ισχυρή μεταρρυθμιστική δυναμική όχι επειδή της επιβάλλεται έξωθεν αλλά διότι η ίδια επιλέγει να προχωρήσει σε βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές που είναι αναγκαίες.
Η νέα εικόνα της Ελλάδας παραπέμπει όμως και σε μία χώρα που αρχίζει να αξιοποιεί επιτέλους συγκριτικά πλεονεκτήματα που την καθιστούν ελκυστικό επενδυτικό προορισμό σε πολλούς τομείς. Που βλέπει παράλληλα την εμπιστοσύνη στις προοπτικές της οικονομίας της να αυξάνονται και πείθει ακόμη και τους πλέον αυστηρούς κριτές -είτε σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είτε στις διεθνείς αγορές- ότι εισέρχεται σε τροχιά ισχυρής και βιώσιμης ανάπτυξης.
Για πολλούς η επιτυχία μέχρι σήμερα της ευρωπαϊκής περιοδείας του κ. Μητσοτάκη -που έχει ως επόμενο σταθμό τη Δευτέρα την επίσης… δύσκολη Χάγη- οφείλεται στην πολύ καλή προετοιμασία. Και ταυτόχρονα στο γεγονός ότι ο Ελληνας πρωθυπουργός έμεινε σταθερός στη στρατηγική που έχει χαράξει προτάσσοντας όχι μόνο ένα συνολικό σχέδιο για τη χώρα με ορίζοντα τετραετίας, αλλά και συγκεκριμένα πρώτα δείγματα γραφής της νέας κυβέρνησης που καταδεικνύουν στην πράξη τη μεταρρυθμιστική αποφασιστικότητα.
Το θετικό κλίμα σε Βερολίνο και Παρίσι -όπως αυτό καταγράφηκε και στα διεθνή ΜΜΕ- εκτιμάται ότι δίνει σημαντική ώθηση στην προσπάθεια της νέας κυβέρνησης να ανακτήσει πλήρως την πολιτική αξιοπιστία της χώρας ώστε να προχωρήσει στο επόμενο αναγκαίο βήμα που σχετίζεται με τη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων. Δικαιώνει όμως και την επιλογή του πρωθυπουργού να αποφύγει κάθε ενδεχόμενο εγκλωβισμού σε μια στρατηγική ταύτισης του στόχου των συγκεκριμένων επισκέψεων -κυρίως στη γερμανική πρωτεύουσα- με το αίτημα για άμεση έναρξη της συζήτησης για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων. Η προσπάθεια κυρίως της αξιωματικής αντιπολίτευσης να τοποθετήσει τον πήχυ σε αυτό πρωτίστως το ζήτημα έλαβε αποφασιστική απάντηση από την κυβέρνηση τόσο πριν όσο και μετά την επίσκεψη του κ. Μητσοτάκη στο Βερολίνο, όταν είχε γίνει πλέον σαφές ότι η κυβερνητική τακτική ήταν η ενδεδειγμένη προκειμένου να τεθεί εξαρχής σε σωστές βάσεις και η συζήτηση για τα πλεονάσματα.
Βουλή: Μια διμοιρία οι ανεξάρτητοι βουλευτές - «Πρωταθλητής» ο ΣΥΡΙΖΑ
Ο κ. Μητσοτάκης πήγε με συγκεκριμένη ατζέντα και σαφές χρονοδιάγραμμα υλοποίησης και η αναφορά του στους θεσμούς όχι μόνο δεν έγινε τυχαία αλλά είναι απόρροια διδαγμάτων που έχει αντλήσει η νέα κυβέρνηση από τις εμπειρίες των προκατόχων της που όταν επιχείρησαν να θέσουν στο Βερολίνο ζητήματα δημοσιονομικών στόχων, βρέθηκαν ουσιαστικά αντιμέτωπες με την υπόδειξη να απευθυνθούν για τέτοιου είδους συζητήσεις στους θεσμούς.
Εκείνο που επισημαίνεται εξάλλου ως βασική διαφορά σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο είναι ότι ο κ. Τσίπρας άλλα έλεγε για τα βασικά ζητήματα πολιτικής πριν πάει στο Βερολίνο να συναντήσει την κ. Μέρκελ και άλλα δίπλα στην καγκελάριο. Αντιθέτως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είπε ακριβώς τα ίδια με όσα έλεγε προεκλογικά.
Σε κάθε περίπτωση, στο Μέγαρο Μαξίμου επικρατεί μετά και τις πρώτες διεθνείς επαφές του πρωθυπουργού ακόμη μεγαλύτερη αισιοδοξία πως η χώρα δημιουργεί ολοένα πιο ισχυρές βάσεις για να θέσει εντός του 2020 το ζήτημα από πλεονεκτική θέση και να επιτύχει τον στόχο για μείωση των πλεονασμάτων το αργότερο από το 2021.
Το πλέον σαφές αποτέλεσμα των διεθνών επαφών του κ. Μητσοτάκη συνδέεται με την επιβεβαίωση του θετικού επενδυτικού κλίματος, όπως αυτό αποτυπώνεται στα σήματα για επενδύσεις στην Ελλάδα που εστάλησαν τόσο από το Παρίσι όσο και από το Βερολίνο.
Το γαλλικό ενδιαφέρον εκδηλώνεται ιδιαίτερα σε τομείς όπως η ενέργεια, οι κατασκευές και ο τουρισμός, ενώ το γερμανικό αφορά πρωτίστως την πράσινη οικονομία. Η συμφωνία για ένα σχέδιο με ορίζοντα δεκαετίας και το επενδυτικό φόρουμ στις αρχές του 2020 αναμένεται να φέρουν ακόμη περισσότερο στο προσκήνιο τις επενδυτικές ευκαιρίες που υπάρχουν στην Ελλάδα.
Αν και η αλήθεια είναι πως όλα αυτά τα επενδυτικά σχέδια κρίνονται από την υλοποίησή τους στην πράξη, ουδείς αμφισβητεί ότι το κλίμα είναι πλέον πολύ θετικό και η εμπιστοσύνη στις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας δείχνουν να αποκαθίστανται.
Εκτός από την εκδήλωση μεγάλου ενδιαφέροντος για επενδύσεις στη χώρα μας, κυβερνητικοί παράγοντες επισημαίνουν μεταξύ άλλων ότι, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο δείκτης οικονομικού κλίματος για την ελληνική οικονομία κατέγραψε τον Αύγουστο την καλύτερη επίδοση των τελευταίων 12 ετών, παραμένοντας υψηλότερος από τον μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης.
Ενδεικτική του αντίκτυπου της νέας εικόνας που εκπέμπει η χώρα μετά και την επίσκεψη του πρωθυπουργού στο Βερολίνο ήταν και η αντίδραση των αγορών καθώς το κόστος δανεισμού μειώθηκε κάτω του 1,6% στο δεκαετές ομόλογο αναφοράς, καταγράφοντας ιστορικό ρεκόρ.
Μετά τη Χάγη σειρά έχουν οι επισκέψεις στη Νέα Υόρκη στα τέλη Σεπτεμβρίου και στη Σαγκάη στις αρχές Νοεμβρίου. Επισκέψεις σε κρίσιμα σημεία του σύγχρονου κόσμου με τις οποίες ο πρωθυπουργός επιδιώκει, όπως λένε συνεργάτες του, μέσα σε λιγότερες από 90 ημέρες να αλλάξει την εικόνα της χώρας στο εξωτερικό.
Αυτό πάντως ήδη συμβαίνει και δεν είναι τυχαίο ότι η νέα εικόνα για την Ελλάδα αποτυπώθηκε σε γερμανικά και ευρύτερα ευρωπαϊκά ΜΜΕ που εστιάζουν όχι σε λέξεις όπως «χρέος», «κρίση» και «μέτρα», αλλά στις προοπτικές συνεργασίας των δύο χωρών.
Από την έντυπη έκδοση